Εγώ ο κώστας λέω:
Ετούτα τα κείμενα, γράφτηκαν για να συνοδέψουν το κάθε έργο μου μικρό ή μεγάλο, που πρόκειται να εκτεθεί, να χαριστεί να αγοραστεί.
Γράφτηκαν για να προσανατολίσουν εκείνους που θα τα φιλοξενήσουν, αποκαλύπτοντας την «ιστορία» τους.
Είναι νομίζω ένας τρόπος να τα «συστήσω» στους αποδέκτες τους.
Προσέτι γράφοντας, καταθέτω ένα κάποιο έμπρακτο Ευχαριστώ σ’ αυτούς.
Νομίζω, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι το Ευχαριστώ, το Συγνώμη, και το Μπράβο, έχουν αληθινή αξία όταν λέγονται με έργα.
Με τα κείμενα αυτά λοιπόν, εύχομαι κι ελπίζω να συμβάλω κάπως στην κατανόηση των πραγμάτων, αποκαλύπτοντας εκείνες τις παραμέτρους που λειτούργησαν κατά την πραγματοποίηση των έργων.
Εύχομαι κι ελπίζω προσέτι πως γκρεμίζω τους άχρηστους μύθους, τους επιζήμιους στην Τέχνη, που «κάνουν» τον καλλιτέχνη να βρίσκεται εκτός κοινωνικού συνόλου∙ ξεχωριστό. Κάτι που αποδείχνεται απόλυτα λαθεμένο.
Η κάθε ιστορία, το ‘’παραμυθάκι’’ του κάθε έργου, θα δείτε, είναι ίδιο με το δικό σας ‘’παραμυθάκι’’, εκείνο που θα πείτε αν σας ρωτήσουν το πώς ή το γιατί κάνατε ετούτο ή εκείνο. Ίσως η μόνη διαφορά που υπάρχει, να είναι ότι ο καλλιτέχνης κάνει και πράματα που συχνά είναι ανίκανος να εξηγήσει! Ναι.
Έχει μέσα του έναν διάολο που τον παροτρύνει, έναν που λέγεται ψυχόρμητο και που παρότι δεν βρίσκεται σε όλα τα λεξικά, το καταλαβαίνουμε όλοι ως λέξη.
Και ιδού, ο πρώτος άχρηστος μύθος. Είναι φτιαγμένος έντεχνα πολύ.
Φτιάχτηκε, και αποθαρρύνει τον μελλοντικό τον καλλιτέχνη, στερώντας το κοινωνικό σύνολο από την παρουσία του, το έργο που δυνητικά θα έχει, περιορίζοντας την ομορφιά, το ωραίο, και «το καλό κ’ αγαθό», που προσφέρει η αληθινή τέχνη.
Ο εν λόγω μύθος: Όταν κάποιος πει θα ασχοληθώ με την τέχνη, πιθανότατα θα του πουν με θανατερή βεβαιότητα:
«Καλλιτέχνης»; «θα πεθάνεις φτωχός στην ψάθα».
Αυτό είναι το πιο φανερό μα και παραδόξως το πιο πιστευτό, κι ανόητο ψέμα.
Ο καλλιτέχνης δεν πεθαίνει φτωχός. Δεν γίνεται. Είναι πλούσιος. Είτε με χρήμα, είτε χωρίς, είναι πλούσιος. Χαίρεται τόσο την ζωή, «βλέπει», «ακούει», συχνά καταλαβαίνει, και…. Ευτυχεί. Ελευθερώνεται. Και η παράδεισος φεύγει από τον «άλλο κόσμο» κι έρχεται εδώ, πηγαίνει εκεί που ζει εκείνος.
Τι έχουν λοιπόν να αντιπαραθέσουν οι γκρίζοι άνθρωποι;
Δεν είναι αυτή η ζωή του πλούσιου;
Ποιος αν δεν είναι αληθινά πλούσιος μπορεί να τα έχει όλο αυτό;
================
Θ’ αναρωτηθεί κανείς:
«Μήπως γράφεις γιατί δεν εμπιστεύεσαι το έργο σου; Γιατί συχνά ακούμε πως το έργο μιλάει από μόνο του.
Μήπως το πραγματικό σου κίνητρο είναι η αδύνατη δική σου τέχνη; Γιατί όλοι ξέρουμε πως η καλή, η αληθινή τέχνη, στέκεται από μόνη της κι ανάγκη από υποστήριξη άλλη, δεν έχει».
Απαντώ: Πρώτα-πρώτα, δεν υποστηρίζω μ’ αυτόν τον λεκτικό τρόπο τα έργα μου.
Τα εμπιστεύομαι απόλυτα.
Απόλυτα επίσης εμπιστεύομαι και την τέχνη μου, αλλά:
Στο σήμερα και στον τόπο μας πιστεύω (ναι το πιστεύω) κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα , πως όταν πραγματώνει ένα έργο τέχνης, οι πολλοί –γιατί αυτό είναι το ζητούμενο- το αντιλαμβανόμαστε με την θέασή του.
Ακόμα και οι μυημένοι στην τέχνη, συχνά γελιούνται από φαινομενικές αλήθειες και, …παραφράζουν.
Κι ετούτο δεν συμβαίνει μόνο στο σήμερα. Έχει παρατηρηθεί το ίδιο φαινόμενο και στο χτες. Και όχι μόνο στον τόπο μας αλλά και στην πολιτισμένη Ευρώπη.
Κραυγαλέο παράδειγμα, η πρώτη παρουσίαση των ιμπρεσιονιστών στο Παρισινό φθινοπωρινό σαλόνι, των Φοβιστών κ.α.
Πόση απογοήτευση άραγε θα ένοιωσαν εκείνοι οι καλλιτέχνες που σήμερα με τα έργα τους «τιμούν», (κοσμούν) μουσεία, σαλόνια και σαλονάκια και θυρίδες τραπεζικές, κι αποθήκες μεγάλων γκαλερί !!!
Ποιος ακόμα επιμένει να τολμά και να πιστεύει πως η κρατική παιδεία στον τόπο μας, προσφέρει την απαιτούμενη γνώση, ώστε να μπορούμε να αναγνωρίζουμε και να ερμηνεύουμε∙
και το κυριότερο να διδασκόμαστε από ένα έργο τέχνης; Ή μήπως δεν είναι όπως τα λέω;
Τις περισσότερες φορές, οι θεατές, κοιτώντας το έργο μας, αβασάνιστα ρωτούν: «Τι είναι αυτό;» Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να το δουν λιγάκι προσεκτικότερα. Ρωτούν με την άνεση εκείνου που είναι βέβαιος ότι, αφού ποτέ δεν το διδάχτηκε, συνεπώς δεν το καταλαβαίνει.
Ρωτούν με αυτή την βαθιά ριζωμένη δικαιολογία, ή –στην καλλίτερη περίπτωση λένε- «κάτι βλέπω, αλλά επιβεβαίωσέ το».
Αρρωστημένη αυταμφισβήτηση!
————
Δεν είναι βλάκας ο θεατής και το ξέρει. Παρ’ όλα αυτά αμφισβητεί την νοημοσύνη του. Και θα ‘ταν υπέροχο αν το έκανε σ’ ότι του λανσάρεται. Όμως όχι. Ρωτά ευκολότατα μόνον (?) όταν πρόκειται για τέχνη.
Τόσο μπερδεμένοι είμαστε. Τόσο, που το απλό φαίνεται σύνθετο. Ένα διαρκές κοινωνιολογικό σοκ.
Αν θελήσει κανείς να κλιμακώσει τις βιολογικές και τις κοινωνικές μας ανάγκες, να ορίσει την προτεραιότητα για να αντιληφθεί την κατάσταση, ώστε να αιτιολογήσει το φαινόμενο ετούτο, θα δει πρώτα, πως η τέχνη ως ανάγκη είναι η τελευταία που θα ικανοποιηθεί. Πόσο μάλλον να ερμηνεύσει έναν άγνωστο καλλιτέχνη.
Προηγούνται ανάγκες άλλες , θεμελιώδεις. Συχνά δυσεπίλυτες. Και για πολλούς –επιμένω- ανικανοποίητες. Ανάγκες επιβίωσης, υγείας, …όνειρου!
Προβλήματα και ανάγκες που έχουν την ρίζα τους στο είδος της πολιτείας και της παιδείας που βιώνει. Πως λοιπόν να απαιτήσεις να προβληματιστεί ο σύγχρονος άνθρωπος, ο δια βίου ταλαίπωρος, με την τέχνη του καθ’ ενός μας;
… όταν δηλώνει κανείς σήμερα γλύπτης, οι πολλοί να φαντάζονται έναν αγαλματοποιό, και δη του μαρμάρου, άντε και του ορείχαλκου. Εκεί, σταματά για τους πολλούς η γλυπτική.
Ένα κείμενο λοιπόν σαν ετούτο είναι απαραίτητο, όταν φιλοδοξώ να φτάνει η τέχνη μου στους καθημερινούς ανυποψίαστους ανθρώπους και μάλιστα με έργα που χρησιμοποιούνται όλα τα υλικά της φύσης.. Είναι όπως ήδη είπα το ευχαριστώ μου για κάθε μπραβο που εισπράττω, αν και το μπραβο του ανυποψίαστου, έχει μικρήν αξία. (και με το συμπάθιο)
Μιλώ και γράφω για μένα, και φαίνεται εγωιστικό. Μα, είμαι εγωιστής. Ναι. Κι αν ακόμα θα με πείτε εγωιστή ως μομφή, σας βεβαιώνω δεν θα με πειράξει καθόλου.
Απλά, γιατί μιλάτε μέσ’ απ’ την παγίδα.
Εξηγούμαι :
Μας έμαθαν: «Κακό πράμα ο εγωισμός». Σας λέω: Καλό πράμα ο εγωισμός. Η εγωπάθεια και η οίηση και η αλαζονεία είναι κακά. Χωρίς εγωισμό και παρρησία οδηγούμεθα στη αποδοχή του αναπόδεικτου.
Οδηγούμεθα στην πίστη και στην υποταγή σε αξίες κίβδηλες. Γινόμαστε υποτελείς των «τελειοτήτων» και των «αυθεντιών». Χάνουμε το πρόσωπό μας. Να. Αυτά είναι το κακό. Είναι το κάκιστο.
Δεν υποστηρίζω μονάχα εγώ αυτές τις θέσεις. Αυτά τα καταθέτει η σύγχρονη ψυχολογία. Κι αν δεν τα καταθέτει επίσημα, είναι από δόλο. Δόλο κοινωνικό-πολιτικό. (και ο νοών νοείτο).
Συνεχίζεται