Νο-408 “Κηροπήγιο”

για το έργο

“Κηροπήγιο” Νο-408. Αποτιμήθηκε στα 300Ε για να μην τολμήσει κανείς να τ’ αγοράσει και συνοδεύεται από: Το σχέδιο του έργου, το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη, και το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]


Το μανουάλι.
(Διήγημα)
————–
Ο μπάρμπα Πάνος ο Ρεμπούς ήτον άνθρωπος σκληρός και θεοφοβούμενος.
Πήγαινε στην εκκλησία, έριχνε στον δίσκο, άναβε κερί του δίφραγκου. Όχι πως ήτουνε τίποτα πιασμένος, αλλά δεν ήτουνα και κανας μπατίστας. Απλά ήτον άνθρωπος που του πηγαίναν όλα δεξιά! Όλα κατ’ ευχήν Θεού έλεγε !
Το ‘φερεν όμως η μοίρα η σκληρή κι αρρώστησε την κακιάν αρρώστια το παλικάρι του∙ παντρεμένο και με δυό παιδάκια. Βρέθηκε που λες ο μπάρμπα Πάνος σ’ απόγνωση. Σε θλίψη έπεσε μεγάλην. Αβάσταγος ο πόνος. Έκαμε προσευκές με δάκρυα κι οδυρμούς και πλέρωνε για τρισάγια κι έλιωνε παντελόνι στις γονυκλισίες.
Στο χωριό στην κορυφή του λόφου έχουμ’ ένα εκκλησάκι. Τ’ αι Γιωργιού. Φτωχό. Φτωχότερο κι από εμάς τους χωριανούς.
Ξύπναγε λένε αχάραγα ο μπάρμπα Πάνος κι έπαιρνε το μονοπάτι κι ανέβαινε στο ξωκλήσι και προσεύχονταν. Κοίταζε την εικόνα του πολεμιστή άγιου, και ικέτευε την αρωγή του.
-Βάνε το χέρι σου να γιατρευτεί το παλληκάρι μου!
Κάμε το γιόκα μου καλά, κάμε τον και θα σου φκιάσω μανουάλι πεντάσκαλο μπρούντζινο αθάνατο να το ‘χεις να σ’ ανάβουνε γενιές δεκατέσσερις κι ακόμα.
Και κουβέντα στη κουβέντα, αποφάσισε ως φαίνεται κι αναβόσβησε τα καντηλέρια του ο άγιος, πήρε το σημάδι ο μπάρμπα Πάνος, ορθώθει και, με το πρώτο το λεωφορείο πήγε στην Αθήνα βρήκε χαλκοχυτήριο και γύρεψε μανουάλι καταπώς το υποσκέθηκε στον άγιο.
-Θα κοστίσει πολλά το πεντάσκαλο του είπεν ο μάστορας ο τορευτής, να το κάμουμε τρίσκαλο κι αυτό καλό και αξιοπρεπές είναι.
-Μωρέ παζάρια με τον άγιο θα κάμουμε? Φκιάσε το πεντάσκαλο και μη σε νοιάζει για τα φράγκα.
-Σύμφωνοι. Έλα στο γραφείο να μου δώσεις μια προκαταβολή, είναι να πάρω το μέταλλο είπεν ο μάστορας, -πονηρός κι αυτός- και σε δέκα μέρες θα το ‘χεις.
-Σε πέντε το θέλω και πάλι αργά είναι.
Δώσανε τα χέρια, η συμφωνία έκλεισε, η προκαταβολή έπεσε.
Γύρισε στο χωριό ο μπάρμπα Πάνος και το πρώτο που έκανε, ήτο να περάσει να δει το μοναχογυιό του. “Καλύτερα φαίνεται” του είπαν, “Έχει βάνει μπροστά ο αι Γιώργης !” σκέφτηκε ανακάρησε και σταυροκοπήθηκε.
Μετά βδομάδα, επήγε πάλε στην Αθήνα, του είχε φκιάσει ένα μανουάλι που ελαμποκόπαε σαν από χρυσάφι ο τορευτής, το είδε, χάρηκε εκαταχάρηκε.
– Πόσα θες ακόμα?
– Δυο χιλιάδες εξακόσια φράγκα !
Μόνο συγκοπή δεν του ήρθε του μπάρμπα Πάνου.
-Μωρέ με τρεις χιλιάδες χτίζω του καινούργιο εκκλησάκι. Τι ‘ν αυτά τα πράματα… Και μετά από καυγά που παρά λίγο να έχει κι αίματα, έδωκε άλλο ένα χιλιάρικο ντούκου ο ταλαιπωρημένος, και χίλια με γραμμάτιο για λίγους μήνες.
Φώναξε και μια μηχανή και φόρτωσαν το μανουάλι το πήγαν ίσαμε τα λεωφορεία, άλλον καυγά έκαμε κι εκεί, να γλιτώσει τη φορτωτική, να μην τα πολυλέμε έφτασε το μανουάλι στο ξωκλήσι τ’ αι Γιωργιού. έγινε η λειτουργία, ευλογήθει ο δωρητής, απόμεινε να ολοκληρώσει κι ο άγιος την δουλειά του να τελειώνουμε !
Στον καφενέ του Μάκη του Κουκουέ του ξαπωδού, απέναντι από το μαγαζάκι του Ρεμπού, κουβέντα μεγάλη γινότανε κάθε απομεσήμερο που εμαζευόσαντε οι χωριανοί. Συμπονάγανε τον άρρωστο, το καλό παιδί το δύσμοιρο, λέγανε και για του μπάρμπα Πάνου τα κουσούρια, πολύ Θεό έβαζε στην τάβλα του και λίγην επιστήμη!
“Μαραίνεται μωρέ ο καψερός…” “Λιώνει ο γυιός, λιώνει κι ο κύρης…” και τέτοια που σπαράζαν την καρδιά και κάπου κάπου έτρεχε και κανα δάκρυ… αλίμονο στους άτυχους!
Περάσαν ακόμα δυο τρεις μέρες, ο άρρωστος ξαναπήρε την κάτω βόλτα, τον είχε καταφάει ο καρκίνος η παλιαρρώστια. Αυτές οι αχτινοβολίες τίποτα δεν εκάμανε τζάμπα η ταλαιπωρία, έλιωνε σαν το κεράκι ο φουκαράς, χώμα γινόταν, χώμα κι ο πατέρας του.
-Να κανονίσουμε κάποιος να πα να τονε πιάσει να τονε γκαρδιώσει. πρότεινε ο Μάκης ο ξαπωδός ο κουκουές. Κι όχι μόνο θα μείν’νε αρφανά τα θηλυκάκια τους, θα μείν’νε πεντάρφανα κι από παππού!
-Να πα να του μιλήσεις εσύ ρε Μάκη. Όλο τσακωμένοι είστενε κι ολημερίς μιλιέστε. Εσένανε σε χτιμάει ο Ρεμπούς.
-Όχι. Εμένα δεν θα μ’ ακούσει. Θα βάνει πως του λέω κομμουνιστικά…
Χρειάζεται να πάει άνθρωπος που να τονε συμπαθάει…
Εγυρίσαν όλοι τότες κι εκοιτάξαν τον Μπιζάο τον αγαπητό του, αλλά μόλις κι εσκεφτήκανε την “εξυπνάδα” του, απορρίψαν ευτύς τη σκέψη. Το ζήτημα παρέμειν’ αναπάντητο.
Γυρίσαν όλοι και κοίταξαν τον δεύτερο επιλαχόντα τον Βάγγο-τσούρμο-Τσαγανιού
-Βάγγο εσύ να πας.
-Και τι να του πω Εγώ από τσιριμόνιες δεν εξέρω. Απογοητεύτηκαν πάλε, αλλά ο Μάκης Ξαπωδός συνέχισε. Τσιριμόνιες-τσιριμόνιες αλλά είναι για καλό.
-Δηλαδής?
-Τι δηλαδής ρε Βάγγο? Η ζωή θα του πεις είναι για όλους μας μικρή. Όλοι μια μέρα θ αποθάνουμε. Θα ξαναβρούμε τους ανθρώπους μας, Θα ξανανταμώσουμε. Μεγάλος είναι ο θεός να του πεις και ξέρει τι κάνει. Άδικος δεν είναι, και τέτοια… Ν’ ανακαρήσει. Να ξαναπάρει πάλε τη ζωή στα χέρια.
Σαν επήρε να σκοτεινιάζει, που οι πολλοί ήτουν στα κρεβάτια τους, σηκώθει ο Μπιζάο, (Ναι. Του είχε κακοφανεί να διαλέξουνε το Βάγγο, πήρε μόνος του πρωτοβουλία να βοηθήσει) πήρε και πήγε στου Ρεμπού το μαγαζάκι. Ο γέρος ήτουν έτοιμος να κλείσει.
Τράβηξε καρέκλα κι έκατσε. Παραξενέυτηκεν ο μπαρμπα Πάνος αλλά…
-Τι συβαίνει ρε?
-Έρχομαι να σε γκαρδιώσω ! Κάτσε και άκουσέ με τα έχω κρατήσει όλα να σ’ τα πω.
-Για λέγε.
-Η ζωή είναι μικρή, κι όλοι μια μέρα θ’ αποθάνουμε. Μεγάλος άνθρωπος είσαι και σύντομα θα συναντήσεις το Γιώργη σου τώρα που θ’ αποθάνει !!!
Και όντες πεθαίνουμε πηγαίνουμε στην παράδεισο και συναντάμε τους δικούς μας. Ξανανταμώνουμε. Ο Θεός είναι μεγάλος και ξέρει τι κάνει.
Ν’ ανακαρήσεις. Να ξαναπάρεις τα χέρια σου.
κι ευτύς και δίχως άλλο, εσηκώθει κι έφυγε αφήνοντας σύξυλο τον Ρεμπού, που δεν επίστευε στ’ αυτιά του, που παρ’ ολίγο να πάει ‘πο εγκεφαλικό!
Ο αρχίβλακας είχε κάμει το χρέος του !
Μετά μια βδομάδα περίπου, “έφυγε” όντως ο γυιός. Η τραγωδία έκλεισε το πρώτο κεφάλαιό της.
Περνούσαν οι μέρες, κεφάλι δεν εσήκωνε ο μπάρμπα Πάνος. Δουλειά δουλειά δουλειά κι ολοκλήρωνε μέρα με τη μέρα τα όσα είχε προγραμματίσει, ταχτοποιούσεν εκκρεμότητες.
Έγραψε το μαγαζάκι του προίκα στη νύφη, άνοιξε λογαριασμό στην τράπεζα για τις εγγόνες του, και άλλα οικογενειακά που δεν εμάθαμε στον καφενέ.
Είχαμεν όλοι φόβο τι θα κάνει ο δύσμοιρος. Κουβέντα δεν του έπαιρνε κανείς. Κανείς, εξόν από μια καλημέρα στον Ξαποδώ, εκείνονε τον παλιοκουκουέ που δεν επίστευε μήδε θεό μήδε διάολο.
Κάποιος χρειάζεται να του μιλήσει σκέφτηκε πάλιν ο Γερασιμος. Φοβάμαι έτσι που λαβώθηκε μη και κάμει καμιάν αποκοτιά. Γυρεύεις? Μεγάλος άνθρωπος είναι, Σε απόγνωση. Μη πεθάνει κι αυτός! Τον Γιώργη του πάει, τον έχασε.
Και λίγο-λίγο, μέρα στη μέρα, πάλευε και τ’ άνοιγε καμιά κουβέντα λιγόλογη, και όλο και κάτι φαινότανε πως καταφέρνει. Είχε περάσει στο θυμό ο μπάρμπα Πάνος, δε σήκων’ ούτε μύγα στο σπαθί του. Συνέρχουνταν λέγαν.
Ζύγωνεν η μέρα να πλερώσει το γραμμάτιο στον χύτη. Ο μπάρμπα Πάνος το μεσονύχτι πριν πάει στην τράπεζα να ξωφλήσει το χρέος, εσηκώθει από το κρεββάτι, φόρεσε το αγριοφάνελο της δουλειάς, τα άρβυλα τα βαριά, πήρε κι ανέβηκε στο ξωκλήσι. Με κλωτσιά εγκρέμησε το πορτάκι το σαρακοφαγωμένο, ζαλώθηκε το μανουάλι…
-Είσαι μπαγαπόντης κι ανάξιος, γύρισε κι επέταξε στον άγιο, κι αργά, ήρεμα, βέβαια, εκουβάλησε το τάμα πίσω στο μαγαζί του στο αποθηκάκι.
Το αν επλήρωσε και πως το γραμμάτιο του χύτη, δεν το μάθαμε. Ούτε το τι απόγινε το πεντάσκαλο το μανουάλι.
Μάθαμε μονάχα, πως όταν εκατάλαβε πως εζύγωνεν η ώρα του, χρόνους αργότερα, γύρεψε να τον βοηθήσουν ν’ ανέβει ξανά στο ξωκκλήσι. Μπήκε μόνος μέσα άφηκε την εγγονή του απόξω.
-Μεγάλη μπαγαποντιά μου έκαμες και δε στο συγχωράω. Και λεφτά μου πήρες, και το παλληκάρι μου. Πρόσεχε κακομοίρη μου μη και μου φκιάσεις καμιά κασκαρίκα και δε μ αφήκεις να τονε δω τώρα που θα ‘ρθω πάνω, γιατί μαύρη σου μοίρα. Λεφτά έχω αφημένα στο Νικόλιζα το δυναμιτιτζή να σου κάμει τούτο το τσαρδί, μπουχό στάχτη και μπούρμπερη. Έτσι για να ξέρεις τι πα να πει αδικημένος άνθρωπος. Έκαμε το σταυρό του, βγήκε και γύρισαν στο μαγαζάκι τους. Το μανουάλι πάει χάθηκε. Κανένας δεν ξέρει τι απέγινε.
Η ιστορία ετούτη δεν είν’ εντελώς αληθινή. Η αληθινή με συνόδεψε όλες τις ώρες που μια σειρά ολάκερη από κηροπήγια φιλοτεχνήθηκαν με σίδερο της φωτιάς και μπρούτζο.
κ. Βρυττιάς 2022.