“Μνημόσυνα λόγια” Νο-379 Αποτιμήθηκε στα 70Ε και συνοδεύεται από:
. Το σχέδιο του έργου.
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]
Ο πόλεμος εκείνος ετελείωσε. Κι όπως σε κάθε πόλεμο γύρισαν πίσω οι νικημένοι μας. Ναι. Νικημένοι, άσχετ’ αν οι αρχόντοι ζητωκραύγαζαν και χτυπούσανε καμπάνες -τάχατες νικήσαμε- και κάνανε παράτες και ψέλνανε θούριους και άλλα τραγούδια του πολέμου.
Πίστρεψε κι ο Μιχελής μας και χαράν εκάμαμε με δάκρυα κι αγκαλιές κι αγάπες.
Είχε φύγει παιδί και γελαστός, επίστρεψε βαριόκαρδος και …άλλος.
Ένα βράδυ μετά ‘πο μέρες, με δική του θέληση κι ανάγκη,
σιγανά, μπιστευτικά, δίπλα στο τζάκι ξομολόγηση μας έκαμε.
Μιλούσε -φωτιά ο ίδιος- κοιτάζοντας πάντα για καταγής, για μέσ’ στη φωτιά.
“Μας δόθηκε διαταγή είπε, ν’ αξαφανίσουμε κάθε ζωντανό και κάθε που θα τους ήτον χρήσιμο..
Τουφεκάγαμε, καρφώναμε με τις ξιφολόγχες χωρικούς και ζα.
Γαίματα χλαλοή κι αντάρα, και κόλαση.
Αυτό είναι η κόλαση πατέρα !
Αυτό. Άλλη δεν βρίσκεται !
Και μέσα της μπήκα ! “
Έχωσε το κεφάλι ανάμεσω στα γόνατα. Έπαψε μέχρι κι η φωτιά να σπιθοβολάει. Ούτε ανάσα.
Πήρε λίγο κι ανακάρισε και συνέχισε.
“Μετά ώρες ετελέψαμε.
Συνταχτήκαμε, και πρι καν συνέρθουμε, είδαμε φουριόζο το λοχαγό να σέρνει νεκρό απ’ το χιτώνα τον Αντωνάκη Γιουρασά, παιδί ‘πο την Καράσοβα, συμπολεμιστή μας, να τονε πετάει φανερά μπροστά μας !
Τρομάξαμε. Τα χάσαμε. Πήρε άνοιξε το χιτώνα του και χύθηκε από μέσα το κορμάκι ενός μικρού παιδιού άψυχο καταματωμένο.
-Κοιτάχτε όλοι! Πήγε να γλιτώσει τη φάρα του. Αυτή είναι η πληρωμή! Αυτή για όλους τους προδότες!
Σκοτάδιασα πατέρα. Το σκοτάδι αυτό θα είμαι. Για ολοένα. Ξανά, άθρωπος δεν θα γίνω και μη με ξαναρωτήσετε.
Συμπαθάτε ! “
Τον αδερφό μας το Μιχελή μας με το χαμένο χαμόγελο, δεν εξαναρωτήσαμ’ έκτοτε. Ποτές.
Ακόμα,
ποτέ δεν θα ξαναρωτήσουμ’ αν στον πόλεμο υπάρχουν νικητές. Μήτε και σεις να το ρωτάτε.
Μα και ποτέ, ΠΟΤΕ δεν είναι να ξεχάσουμε κείνονε τον αμνό του Θεού τον Αντωνάκη που επάλεψε να κρατήσει τον Άνθρωπο λίγο πιο πάνω από τα χτήνη του πολέμου.