Νο-362

για το έργο

“Ήθελε να του μοιάσει λέει…”  Νο-362 Αποτιμήθηκε στα 50Ε και συνοδεύεται από:
. Το σχέδιο του έργου.
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]


 

Ήθελε να του μοιάσει λέει…

Ήθελε να του μοιάσει λέει κι έκαμε τα πάντα!
Αλλ’ ας το δούμε απ αρχή. Ο Σωτηράκης ο ηλεχτρολόγος -εδώ δίπλα- έφερνε λίγο στη μούρη με τον βουλευτή μας τον …”Ασπρογιαλούρο” !
Ντύνονταν ρούχα σαν κι αυτόν, έβανε μπριγιαντίνα στο μαλλί, και με τις ώρες εκάθουνταν με το καθρεφτάκι το διπλό της τσέπης, και ξεπατίκωνε σουσούμια και λόγια, που μήτε καν ψυλλιάζονταν τι λένε !
Μέχρι και κουστουμάκι έφτιασε∙ το ίδιο. Κουστουμάκι και το πλέρωσε με δάνειο από τον Ντρένη τον τοκογλύφο. Έτσι είναι οι λατρείες τζιέρι μου. Γιά πιστεύεις γιά όχι. Μεσοβέζικα δεν γίνεται.
Συβαίνει όμως ρε παιδιά -πουτάνα ζωή- συβαίνει “σεισμός” και μοναναπνιάς έρχουνται όλα και γίνονται μπουχός.
Ο Σωτηράκης, -λες και το είδε στ’ όνειρο- πρι να πάει στη δουλειά, επέρασ’ από το περίπτερο του Καρομιχάλη, και μάτι πήρε τις εφημερίδες.
“Σκάνδαλο…” με μεγάλα γράμματα έγραφαν οι βρωμοφυλλάδες.
“κατεχράσθει” “υπεξαίρεσεν” “επίορκος” “ανομολόγητος” “ατασθαλίαι” και κάτι άλλα έγραφαν που -μπιστοσύνη σε κανένανε δεν είχε να ρωτήσει- έπρεπε να γυρίσει σπίτι ν’ ανοίξει λεξικό, να καταλάβει !
Δρωτάρι τον είχε κόψει, ούτε λίγο ούτε πολύ,  υπαίτιος ένοιωθε για όλα τούτα. Ηλεχτρολόγος μεν, Ασπρογιαλούρος-2, δε !
Γοργογύρισε σπίτι, διάβασε στο λεξικό, ξαναδιάβασε, κατάλαβε.
Αλλαγή προγράμματος. Στη δουλειά δεν πήγε.
Πρώτα-πρώτα, έβανε νερό να ζεματίσει, πήρε το ξουράφι έκοψε το μουστακάκι το “ποντικοουρά” το Ασπρογιαλούρικο,  αποξύρισε τις φαβορίτες τις μουνοτριχίζουσες, έσπασε τα ματογυάλια -έτσι κι αλλιώς έβλεπεν∙ αητός ήτανε- κι εκουκουλώθει στο κρεβάτι να κοιμηθεί, να ξυπνήσει μετά, να έχει τελέψει τ’ όνειρο∙ ο εφιάλτης.
Αποξύπνησε μετά δυό ώρες, δεν ήταν ονειροφιάλτης ετούτο, ήτανε αλήθεια και …σεισμός!
Τώρα; Τι θα πει στου φίλους; Θα τονε πάρουν στο ψιλό, δε θά ‘χει πού να σταθεί πού ν’ ακουμπήσει!
   Την επαύριο το πρωί, εντύθηκεν ο Σωτηράκης τα παλιά, ζαλώθηκε το ζεμπιλάκι του με τα εργαλεία, Τι είχαμε, τι χάσαμε σκέφτηκε, λίγη καζούρα θά ‘ναι, θα περάσει, θα ξαναγίνει ο μαστρο-Σώτος, την υγειά μας νά ‘χουμε, κι όλα μεσ’ τη ζωή …που λένε.
Α! Ξέχασα. Πέταξε και το καθρεφτάκι στα σκουπίδια. Αι σιχτίρ με δαύτο!
——————-