Νο-359 “Περιπλανήθηκα σαν τον Οδυσσέα”

για το έργο

“Περιπλανήθηκα σαν τον Οδυσσέα” Νο-359 Αποτιμήθηκε στα 70Ε και συνοδεύεται από:
. Το σχέδιο του έργου.
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]


Περιπλανήθηκα σαν τον Οδυσσέα.
Είχε παρηγημένα* όλη του την περιουσία σ’ ένα ξύλινο κασελάκι από ρέγγες, κατακάθαρο, κι είχε βάνει και καπάκι με μεντεσεδάκια πέτσινα.
Το φύλαε κάτ’ από το ντιβανάκι του. Αλλά, του το ‘κλεψαν!
Τού ‘ρθε να σκάσει ! Ήταν η πρώτη μας φορά που είδαμε τον λύκο να γίνεται αρνί.
Πήρε και ρώτησε κάθε γείτονα μπας και είχανε δει, είχανε ακούσει κάτι, κάτι να βοηθήσει να βρει το θησαυρό του.
Μάταια.
Τότενες ταξίδευα με το ποστάλι το Κύδων Πειραιά Χανιά. Όχι πως είχα γιομάτες τσέπες, αλλά μια άνεση να φάω και δεύτερο σουβλάκι και στο καπάκι σοκολάτα, τηνε είχα.
-Πόσα είχες μέσα; ρώτησα.
-Πολλά.
Κώλωσα. Είχα βάνει πλώρη -μέσα μου- να τονε βοηθήσω, αλλά έναν άνθρωπο που έχασε πολλά, δεν είναι κι εύκολο να τον παρηγορήσεις.
Έβγαλα και άναψα ”καρκινογραμμάτιο”, του έδωσα κι αυτουνού.
Ντουμανιάσαμε το καλυβάκι, αμίλητοι ψάχναμε με το μυαλό τη λύση, ατενίζοντας το πέλαγο από το φεγγιτάκι και την πόρτα.
-Θυμάσαι ακριβώς τι είχες; Το μυαλό μου πήγε στο πως τα όσα είχανε αχταρμαδιάσ’ οι κλέφτες, κάπου θα ψάχνανε να τα σκοτώσουν. Οι κλεφταποδόχοι -μικρή κοινωνία είμασταν- ήταν γνωστοί και μη εξαιρετέοι.
-Πώς δε θυμάμαι!
Τον άκουσα να το λέει και… Άστραψα! “Εδώ σας έχω” σκέφτηκα.
-Λοιπόν. Σ’ ακούω. Λέγε;
-Τη φωτογραφία του πατέρα μου, το χαρτί του στρατού, το γράμμα του μακαρίτη του Νικόλα μας… και συνέχισε να μ’ απαριθμεί ένα σωρό σκουπίδια, ένα σωρό άχρηστα.
Πέρασαν δέκα-είκοσι δευτερόλεφτα. Έβγανα και ξανάναψα τσιγάρο. Το φουμάριζα αμίλητος, με το κεφάλι γυρισμένο κατά το φεγγιτάκι, τάχα χάζευα το πέλαο μπροστά μου, στ’ αλήθεια όμως,  έκρυβα τη ντροπή.
Ντρεπόμαν που είδα τη ζωή του σα σκουπίδια κι άχρηστη σαβούρα.
Ντρεπόμαν που, από τον μέντορα των χρόνων μου, περίμενα να έχει κομπόδεμα και λίρες!
Τι να τις κάνει τις λίρες και τα φράγκα αυτός που δίδασκε με τη συμπεριφορά του πως μπορούσε να ζήσει έχοντας στ’ αρχίδια του γραμμένα όλα τα οικονομικά συστήματα της γης;
———-
Πήραμε σβάρνα “κοιτάξαμε” στα παιχνίδια όλων των παιδιών της γειτονιάς. Εβρήκαμε τα υπάρχοντά του στο “σπιτάκι” της Ροδάνθης του Λαβούζη. Ένα σπιτάκι φτιαγμένο από ψαροκασέλες στην αυλίτσα του σπιτιού τους. Ζήλεψε λέει το κουτί με το θησαυρό, πόρτα δεν είχε του Ώπα η καλύβα, μπήκε το πήρε, όλα καλά.
 
-Ελα σύχασε! Τέλος καλό, όλα καλά, είπα ως κλασσικός γραμματιζούμενος, μα ούτε που μ’ άκουσεν ο Ώπας.
-Πάνε πάρε μου δυο τσικουλάτι από τον Γιώργη (τον περιπτερά)
Να μου τις φέρεις όσο πιο γρήγορα.
Έφυγ’ αυτοστιγμή πήγα, έκανα το θέλημά του.
Τις επήρε, τις έβανε στο κουτί από τις ρέγγες. Τα δικά του τα “σκουπίδια” τα φάσκιωσε σα μωρό με μιαν χλωμή πετσέτα, τα παρήγησε κάτ’ από τ’ αχυρένιο στρώμα του.
Με τα δυο του χέρια ως αρχαίο Ορθόδωρο πήρε το ρεγγοκούτι, μου το έδωκε… ”Να το πας μπουναμά στη μικρή τη Ροδάνθη. Να το ‘χει να παίζει την αρχόντισσα”
-Εντάξει. Θα το πάω.
Εκάτσαμε να κάνουμ’ ένα τσιγάρο ακόμα, δυό κουβέντες να αλλάξουμε, την επαύριο θα έπρεπε να ήμουν στο πόστο μου, άλλην άδεια δεν θα είχα.
 
Στη ζωή μου περιπλανήθηκα σαν τον Οδυσσέα. Έψαξα, έκανα, είδα, ένοιωσα.
Το πιο απ’ όλα τα ταξίδια το καλύτερο, ήταν αυτό που έκανα με το μυαλό μονάχα στις κουβέντες με τον Ώπα. Αυτόν που συστηματικά απόφευγε τους Μεγαρίτες και τους… άρχοντες.
—————-
*Παρηγάω-ω=Συγυρίζω, Τακτοποιώ Κρύβω. (Παρά τοις Μεγαροίς! )