Νο-356 Λαός επαίτης

για το έργο

“Λαός επαίτης 2” Νο-356 Αποτιμήθηκε στα 55Ε και συνοδεύεται από:
. Το προσχέδιο του έργου.
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]


Λαός επαίτης.

Κάθε που άλλαζα χρονιά στο σκολειό, έπαιρνε η μάνα μας και πέταγε στα σκουπίδια τα βιβλία μας.
“από χρόνου θα σας δώσουν άλλα…” έλεγε. Στην πραγματικότητα ο λόγος γι αυτήνα την αποκοτιά, ήτανε που έξι νομάτοι οικογένεια ζούσαμε σε δυο καμαρούλες∙ σύνολο πενηνταπέντε τετραγωνικά με το αποχωρητήριο!
Λύση μου κι αντίσταση σε τούτο, ήτανε να παίρνω ψαροτελάρα και να στοιβάζω τα βιβλία μας, αλλά και πάλι… Ητανε βλέπεις και τα ποντίκια που έρχονταν κι εκάνανε φωλιές…
Σαν ετέλειωσα το δημοτικό, εκείνο που μ’ απόμεινε, ήτουνε κάτι Αναγνωστικά και μια “Πραγματογνωσία” αν θυμάστε οι παλιοί!
Στο Γυμνάσιο σαν έφτασα το πράμα άλλαξε. Με κόπο Ηράκλειο μάνα, πατέρας και εγω, (ΝΑΙ), εχτίσαμε ένα σπίτι ανθρώπινο, με αποθηκάκι κάτω από το κλιμακοστάσιο, και με τουαλέτα και με κουζίνα ξεχωριστά.
Έγινα 16 χρονώ και φρονώ, τότε ήταν που ουσιαστικά ενηλικιώθηκα.
Το αποθηκάκι είχε γεμίσει με βιβλία μας, ήταν η ώρα κάμποσα να “αποχωριστούμε”. Διάλεξα πήρα κι έριξα στο τενεκέ τις Ιστορίες, τις Γεωγραφίες, κάποια Αρχαία κείμενα (άχτι τα είχα) και κάτι Αγωγές του πολίτου Χουντικιές!
Κουβάλησα τον τενεκέ ίσαμε την αυλόπορτα, να περάσει το σκουπιδιάρικο του Δήμου.
Αντίς αυτού. επέρασε πρώτα ο Ώπας.
Στάθηκε, τα κοίταξε, με κοίταξε, ρώτησε:
-Για πέταμα είναι;
-Ναι.
-Να τα πάρω εγώ;
-Πάρ’ τα. Σκουπίδια είναι.
Τα ζαλώθηκε τα πήγε στο καλύβι του.
Η πρώτη σκέψη που έκανα ήτανε πως θα τα έκανε κωλοσφούγγια. Ήτανε η πιο συνηθισμένη χρήση τότε και πιστεύτε με.
Κωλοσφούγγια; Λάθος. Τα είχε στο καλύβι του φυλαμένα και κάπου-κάπου, κι όσο μπορούσε, διάβαζε. Μερικές φορές μάλιστα γύρευε να του εξηγήσω σημεία που δεν εκαταλάβαινε. Αλλά -βλέπεις- με τη Ιστορία εγώ τα είχα σπάσει που λένε. Το ίδιο και με τα Αρχαία.
Αναγκαστικά έψαχνε μόνος του τρόπους να καταλάβει τον Ηρόδοτο τον Αισχύλο τον Πλάτωνα…
Όταν μετά από ένα χρόνο σχεδόν, του είπα να έρθει να του δώσω “φρέσκα”, το μόνο που απάντησε και κλείστηκε στο καλυβάκι του ήταν:
“Δεν έχουμ’ ελπίδα. Πάντα λαός επαίτης θά ‘μαστε”. Όταν αργότερα τον ερώτησα πώς και γιατί.
-Τι τα θες σπεράντζο μου. Τι τα γυρεύεις! μια χώρα γιομάτη μυαλά η χώρα μας, που μπολιάστηκε και μπολιάζεται για δεκαοκτώμιση αιώνες με μισαλλοδοξία, φτόνο, δουλοπρέπεια. Μας κοιτούν με απορία οι πιο πέρα οι γείτονες. Τους βλέπεις!
Αμα προσέξεις, οι μέρες μας είναι ένας δρόμος μια ‘πο δω, μια ‘πο κει.
Και όχι με σκοπό άλλονε, παρά να φτάσουμε στους από πάνω, στους διπλανούς, μόνο για να ζητιανέψουμε.
Να τους ξεπεράσουμε θα ‘πρεπε.
Και μάλιστα, όχι ανταγωνιστικά κι απάνθρωπα, μα γιατί ΜΠΟΡΟΥΜΕ.
Είπε και ήτανε σαν γροθιά στο στομάχι που πονά ίσαμε τώρα.
Αυτόν τον επαίτη λαό νομίζω εκατάφερα να κάμω γλυπτό.

 

Πόσο κίβδηλη ετούτη η λέξη!  Λαός!

Τηνε λένε οι πολιτικάντηδες, τηνε λένε και οι διανοούμενοι.
Τι ντροπή !
Ποτέ ο “Λαός” δεν ‘ήτονε κάτι το αρραγές. το ένα, το ολόκληρο.
Πάντα μέσα του είχε και το “άλλο” το διαφορετικό το εκτός.
Και αφού έτσι μπερδεμένο που είναι, βόλεψε και βολεύει τους πολιτικάντες, το πήραν ατόφιο κι ακοσκίνιστο οι “σοφοί” τους (!) και το έκαμαν εργαλείο. Και σωτηρία δεν έχουμε. Θα είμαστε παντοτινά και τυλιγμένοι με μια σημαία “Λαός επαίτης”.