“Η ζωή μας ένα τραγούδι που τραγουδούνε άλλοι” Νο-262 Αποτιμήθηκε στα 60Ε, και συνοδεύεται από:
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη. (Stand by art).
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες, στο: [email protected].
Η ψυχή του σπιτιού.
Έφυγε γύρω στα δεκαοκτώ του.
Μόνος.
Κατάμονος.
Μπήκε στο λεωφορείο, με το κεφάλι κατεβασμένο. Βαρύ. Μολύβι.
Δεν εγύρισε ν’ αποχαιρετήσει κανέναν. Δεν υποκρίθηκε ούτε στιγμή πως «αντέχει».
Ο Παναγιωτάκης δεν ήταν, μήτε της φευγάλας, μήτε φιλοτάξιδος.
Η Ανάγκη τον πήγαινε.
Όπως… όλους μας.
Γύρισ’ απ’ τα ξένα μετά τριάντα χρόνια. Αγνώριστος. Σχεδό γέρος.
Λένε πως, εκείνοι που ‘πιστρέφουνε και κανέναν δικό τους δεν έχουνε, πάνε πρώτα στο κοιμητήριο.
Ν’ ανάψουν το καντήλι. Να πούνε λόγια. Ετούτος δεν επήγε, είχε το πατρικό σπιτάκι του. Το κοιμητήριο’ άφησε γι αύριο!
Πέρασε στον αυλόγυρο, είδε να λείπει η μάντρα που ξεχώριζε την αυλίτσα τους από τους δίπλα, είδε σφαλιγμένο με τσιμέντο το πηγαδάκι∙ είχε ένα λάστιχο που έβγαιν’ από μέσα κι ένα καλώδιο !
Το κτίσμα φαίνονταν να στέκει μα τα πορτοπαράθυρα λείπανε ! Το ίδιο κι ένα κομμάτι στέγης.
Αποσβολωμένος έστεκε να το κοιτά, μήτ’ ο θεός δεν ήξερε τι αισθανότανε ο άνθρωπος.
Κάποια στιγμή ξεπρόβαλε από την πόρτα της η Μαρία η γειτόνισσα ξαφνιασμένη, στάθηκε πάλευε να τον αναγνωρίσει κάπως μετέωρη αναποφάσιστη, μ’ αμφιβολιά γραμμένη πάνου της. Μετά ‘πο λιγάκι..
-Παναγιωτάκη…
Γύρισ’ ο Παναγιωτάκης κόκκινος σαν από γαίμα, όρμησε πάνω της, κι αντίς για «καλώς ήρθατε – καλώς σας βρήκαμε»,
της ξερίζωσε το μαλλί!
Έσκουζε κι ολοφύρονταν η Μαριώ, τρέξανε γειτόνοι και περαστικοί, τους εχωρίσανε…
Μετά, μετά ‘πο μέρες, ξανάρθε ο Παναγιωτάκης,
γονάτισε πρώτα πλάϊ στ’ αγκώνι*, και γιόμισε τον τόπο με τη θλίψη του.
Έβανε και ξήλωσαν τα λάστιχα και τα καλώδια της γειτόνισσας , ‘πισκευάσανε το σπίτι ‘πό ξαρχής, ξανάφκιασαν τον φράχτη -από τσιμεντόλιθα ετούτη τη φορά- ορίστηκε πάλε, ο τόπος.
Στον καφενέ μια ‘πο τις ημέρες τις μετέπειτα, κουβέντα εκάναμε, μου είπε για τη ζωή του, για τα βάσανά του, και για το σπίτι του…
-Ε λοιπόν κωστα μου, αυτό που κράταγε το σπίτι όρθιο δεν ήταν τα δοκάρια κ’ οι κολώνες που λέν’ οι μηχανικοί,
αλλά η ψυχή του.
η ψυχή του, κι η ψυχή του νοικοκύρη.
Εκείνη που για τριάντα χρόνους είχε ξενιτευτεί.
Γι αυτό κι έπεσε.
Τώρα βέβαια, το ξαναστήνω.
Και δω που τα λέμε, μήτε στη Μαριώ θα κόψω το νερό, και μεσόπορτο στη μάντρα θα κάμω να μπαινοβγαίνει. Μη κοιτάς που… πρωτοήρθα. Φοβήθηκα μωρέ.
Φοβήθηκα πως μητ’ εδώ δεν θα ‘χω τόπο. Εφοβήθηκα.
Σώπασε για λίγο και:
κώστα μου,
η ζωή μου όλη ένα λυπητερό τραγούδι.
Η ψυχή μου όλη ένα λυπητερό τραγούδι!
—ξανά σιωπή—
Η ζωή ολονώνε μας μας ένα τραγούδι που τραγουδούνε άλλοι, χίλια μύρια αλλάζοντάς, και πάντα το ίδιο είναι.
Αποτελειώσαμε χωρίς άλλα λόγια το καφεδάκι.
Γύρισα, πήρα χαρτί και μολύβι, να μη χαθεί η κουβέντα.
Την έκαμα και γλυπτό να είναι.
…………………………………………………………….κ. Βρυττιάς 2009 χιονισμένος Γενάρης.
*αγκώνι = λιθάρι ακρογωνιαίο που χρησίμευε και σαν πεζούλα να κάθεται κανείς.