“Ο Πίνταρος” Νο-209 Αποτιμήθηκε στα 60Ε και συνοδεύεται από: Το σχέδιο του έργου, το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη, και το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]
Ο Πίνταρος.
Στο καπηλειό του Πίνταρου τρία μεγάλα κρασοβάρελα με ζωγραφιές ξεθωριασμένες στα καπάκια.
Κάθε που το προσπέρναγα, πιτσιρικάς 5-6 χρονών, με φόβο έριχνα ματιά κλεφτή να δω να ξεχωρίσω την ζωγραφιά, και μόλις που καταλάβαινα πως με βλέπει ο Πίνταρος, έτρεχα μακριά. Τον εφοβόμουν.
“Τρώει μικρά παιδιά !”. “Σε πιάνει και σε βάνει στο βαρέλι, κι άμε να σε βρουν μετά !”
Κι όλα αυτά γιατί; Για να μη γενώ μπεκρής. Ναι. Για να μη μάθω το κρασί. Πως αν και το μάθεις ‘πο μικρός, άντε μετά να τ’ αποδιώξεις!
Ο Πίνταρος βέβαια, μήτε μικρά παιδιά έτρωε, μήτε είχε ποτές του άνθρωπο αληθινά πειράξει. Γιατί ο Πίνταρος βλέπεις ήτανε κάστα κείνωνε πόχουνε πρόσωπ’ άγριο, μέσα καρδιά αγίου.
Βέβαια, σαν κάπελας που ήτουν, είχε “χέρι βαρύ” για κάποιους. Και πως για να σου δώκει ένα ποτήρι νερό, έπρεπε πρώτα να πιείς και να πλερώσεις ένα κρασί.
Βάλε και λογάριασε πως τότε η πόλη, φημίζονταν για την λειψυδρία της. Ένα χιλιόμετρο μακριά ήταν η βρύση και το νερό κάθε δυο μέρες !
Λυπήθηκα πολύ σαν έμαθα πως ο μπάρμπα-Πίνταρος απόθανε. Και στην κηδεία του δεν ήτο μπορετό να πάω. Όμως τούτα τα δυο λόγια, χρωστάω να τα πω.
Πρώτο για να ξεκαθαρίσω πως δεν ήταν βαφτισμένος Πίνταρος αλλά Πίνδαρος. Είναι παλιό χούι των αρβανιτόφωνων να βάνουν στο λόγο τους το ΓΚ-ΝΤ-ΜΠ-ΤΖ, και ο νοών νοείτω. Δεύτερο, ο Πίνταρος είχε πολλών τον καημό με ρέγουλο γιατρέψει χωρίς πιοτί ή πλερωμή μα με καρδιάς κουβέντες.
Τρίτο να μολογήσω πως τα καπηλειά -μπαράκια τα λένε σήμερα- είναι παλιά ιστορία διαρκώς επαναλαμβανόμενη και “άγρια”. Για να τηνε πεις θέλει νιονιό και γνώσεις που δεν έχω.