Τα καντηλέρια του προφήτη.
“Πού να νοήσει το Θεό ο που δεν έχει κλάψει!”
Το ‘λεγε και το ξανάλεγεν ο Διαμαντής Ρηγόπουλος ο γιός τ’ Αρίστου.
Και δεν είναι μόνο που το ‘παναλάβαινε, είναι που κάθε φορά, σε κύτταε βαθιά στα μάτια περιμένοντας την επιβεβαίωση λες κι Εσύ ήσουν εκείνος που ήξερε την απάντηση∙ ο Μύστης ο “ἐπαΐων”!
Νοέβρης ήτονε όπως καληώρα και έκαμε φουρτούνα. Έφερνε το θαλασσοσκάμπιλο ίσαμε τον πάνω βράχο, έλουζε το ‘κονοστάσι εκεί, μ’ αρμύρα και, φόβο.
Τα καΐκια δεμένα τ’ αρόδου οι βάρκες βγαλμένες έξω όλες. Σφαλισμένες κι αυτές γιά στα ντόκια γιά στ’ αγριοπούρναρα. Εμείς, μαζωμένοι σμάρι στο καφενέ του Παγολά. Κουτσοπίναμε και …περιμέναμε.
Θολά τα τζάμια τα νοτινά και κάθε που άνοιγε η πόρτα, σούσουρο και δυσφορία.
-Μπάζει. Κλείσε γρήγορα!
Άρχισε να σουρουπώνει. Παρατήρησεν ο Παγολάς πως επά στο ‘κλησάκι του Προφήτη αναμμένο ήταν φως-κερί και ρώτησε.
-Μωρέ ποιος ανεβαίνει τέτοιο καιρό κειά πάνου; ‘Πο χτες έχει π’ ανάβει. Μπας και τάμα γένεται για τον καιρό; χα-χα-χα…
Κι αλλάζοντας τον τόνο της φωνής: Όποιος κι α ντό ‘καμε, να του δώκω ‘γω αντίταμα να κρατήσει έτσι κανιά βδομάδα να βγάνω και γω κανα φραγκάκι… Κορίτσι της παντρειγιάς έχω…
Και γελάσαμεν ξέπνοα με το χωρατό ετουτού του θαυμαστή των μελανοχιτώνων !
Και συνέχισε γυρνώντας στο μικρό του Ξαγοράρη, το Γιαννιό …
-Σύρε βρε να δεις τι φως είναι ‘φτο, και που γυρνάς σου δίνω γλυκάκι σταφύλι με σιρόπι έταξε.
Σίφουνας έγινε το παιδί. Το είδαμε ν’ ανεβαίνει σα λαγός τον ανήφορο να πάει στο ‘κλησάκι του Προφήτη.
Μεθ’ ού πολύ επέστρεψε και:
-Τα δυο καντηλέρια ανάβουνε και άθρωπος κανένας! Και περίμενε το παιδάκι εναγωνίως το γλυκάκι και θα το “ξέχναε” ο πονηρός ο Παγολάς αν δεν του το “θυμίζαμε” εμείς με σκωπτικά χωριάτικα αστεία. Εμείς η ομήγυρη μάρτυρας της καφετζήδικης αγυρτείας του!
Το μυαλό ολωνών μας επήγε στον Διαμαντή τ’ Αρίστου και σιγουριά μεγάλην είχαμε, καθ΄ ο και ήτουν από τους λίγους που ανεβαίναν κι άναφταν τα καντηλέρια του Προφήτη.
Όμως, ώρα πολλή δεν επέρασε, και να, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Διαμαντής.
-Την κουβέντα σου είχαμεν πρόφτασε να του ρίξει ο Νικολόγιαννης.
– Ένα γλυκύβραστο και καψιμάδι παράγγειλε ο Διαμαντής, και στο καπάκι γύρισε και ρώτησε:
– Τι λέγατε για μένα; ‘Τι από τις μούρες σας… καλό δε θα ‘ναι. Είπε κι έψαχνε με το μάτι να καταλάβει τα καθέκαστα, και να καταλάβει και καρέκλα.
Του τ’ ανιστορήσαμε, κοίταξε προσεχτικά κατά το ‘κλησάκι, γύρισε και είδε τον μικρό που γλένταγε το ίχνος από το σιρόπι στο πιατάκι, τονε ρώτησε:
Ποια καντηλέρια μωρέ; Τα μεγάλα για…
-Τα μεγάλα θείε!
Έσφιξε η μούρη του Διαμαντή. Ήπιε μονομιάς το καφεδάκι πήρε στο χέρι το καψιμάδι και τον είδαμε να τραβά κατά το ‘κλησάκι. Δεν εκαταλάβαμε αν έφτασε, είχε σκοτιδιάσει δεν εβλέπαμε, κι έτσι πισωγυρίσαμε στο ερώτημα ποιος μπορεί ν’ άναψε τα καντηλέρια του Προφήτη, αφού με βεβαιότητα πια, ο Διαμαντής δεν ήτουν.
-Πού να νοήσει το Θεό ο που δεν έχει κλάψει;
Γι άλλη μια φορά έβανε με παρρησία την ερώτηση ο Διαμαντής αδιαφορώντας που μπορούσε να γένει γραφικός και θύμα της ανάγκης μας να έχουμε ακόμα ένα “παλαβό του χωριού” να τσιγκλάμε να κάνουμε κέφι!
-Δηλαδής μόνο οι κλαψιάρηδες νογάνε το Θεό Διαμαντή;
του έβανε ο Σαρίκωστας, κι έτοιμοι είμασταν οι αποδέλοιποι να τονε πάρουμε στο ψιλό.
Όμως ο Διαμαντής δεν ήτον απ’ εκείνους που μπορείς εύκολα να περγελάς.
Σκοτείνιασε το πρόσωπό του, γύρισε και κύτταξε βλοσυρά γύρω, σηκώθη, κι απομακρυνόμενος κοντοστάθηκε και μας επέταξε:
Ούτ’ εγω, ούτε κανείς σας δεν ξέρει. Μόνο που γώ, αναρωτιέμαι. Εσείς σαν τα πρόβατα λέτε πως “Πιστεύετε”. Η αλήθεια όμως, Υπακούτε!
Αλλάξαμε διάθεση. Μας έτσουξεν ο λόγος του. Βαριές οι κουβέντες. Ζόρικες. Το ξανάπα. Δεν ήταν να πάρεις τέτοιον άνθρωπο στο ψιλό. Αλλάξαμε θέμα. Βρήκαμε να γυρίσουμε πάλε στο ποιος και γιατί μπορεί ν’ άναψε τα καντηλέρια του Προφήτη.
Μα κανένας δεν ετόλμαε με σιγουριά να μιλήσει. Δεν είναι δα και τόσο ακίνδυνο το μπλέξιμο του φυσικού με το μεταφυσικό (αν το λέω σωστά) !
Περάσανε κάμποσες μέρες. Ανέβηκεν ο Διαμαντής άλλη μια φορά στο εκκλησάκι, πήρε κι άναψε τα καντηλέρια, έβανε και λιβάνι και λιβάνισε, γονάτισε, πήρε μπροστά του το ‘κονισματάκι του Προφήτη το μικρό κι άρχίνεψεν εκείνη τη μουρμούρα που οι πολλοί τη λένε προσευκή και κάποιοι που δεν γουστάρουνε τ’ αγιοτικά, τη λένε, “σιγανή ομολογία μιας αβέβαιης συνομιλίας με το Θείο”.
Το να βλέπεις τα καντήλια αναμμένα δυο μερόνυχτα συνέχεια, μήτε στη γιορτή Του δε γίνονταν. Και μάλιστα αναμμένα στις μέρες μας τις αργές, σημαίνει… πολλά μπορεί να σημαίνει.
Για λίγο καιρό, όσο κράταε η κακοκαιρία ακόμα, διαλέγαμεν όλοι σκεδό, καρέκλα να βλέπει κατά το ‘κλησάκι. Πίναμε το ζεστό μας, εκάναμε κουβέντες του καιρού και της θάλασσας, μα όλο και προσέχαμε σα σε σκοπιά στρατιωτική μπας και πάει κανείς προς τα πάνω.
Τίποτα. Αφήκαμε το ρώτημα χωρίς απάντηση μαθημένοι είμαστε στα ρωτήματα τα ζόρικα να προτιμάμε το δεν ξέρω δεν απαντώ !
Δεν ήτουνα δα και μαντάτο που έκανε μπαμ σαν εμάθαμεν έφυεν ο Διαμαντής στ’ Αγιονόρος. Ρωτούσαμε ο ένας τον άλλο για λεπτομέρειες να κάνουμε γνώση, να δέσει το πράμα σε ιστορία δίχως κενά, ρωτούσαμε αλλά…
Ο παππούς ο Αρίστος μας έκαμ’ έν’ απόγεμα τη χάρη και ήρθε στον καφενέ, του κεράσαμε καφεδάκι μας είπε: «Πήγε να μου ‘τοιμάσει την πόρτα της παράδεισου». Χαμογέλασε πλατιά, δεν έκαμε καμιάν άλλη κουβέντα. Μας κοίταζε χαμογελούσε και ως εκεί.
Είμαστε ως καταλάβατε στα χρόνια τα Μεταξικά. Με τις παράτες τα ταραταντζούμ και τα ξερονήσια να ‘τοιμάζονται να θραφούν με γαίμα. Κουβέντα στην κουβέντα, κάποια στιγμή εμάθαμε πως τότενες που έκαιγαν νυχτημερόν τα καντηλέρια του Προφήτη, αιτία ήτουνα η Σεβαστή Αλιφραγκή. Ξύπναε λεν αχάραγα και μουλωχτά ανέβαινε στο εκκλησάκι. Τάμα το ‘χε στον Προφήτη και μερόνυχτα τρία πήγαινε κι έβαζε λάδι, ακοίμητο να είναι το καντήλι. Τάμα να γυρίσει σώος ο Μάκης της απ’ το στρατό. Δύσκολες εποχές. Κανένας από το κόμμα των Ελευθεροφρόνων δεν ήπρεπε να μάθει το τάμα της. Το σεβαστήκαμε οι που γνωρίζαμε.
Η Ελλάδα του Μεταξά και η Γερμανία του Χάιλ Κολωβομούστακο, είχανε βάλει μπρος να ξεπαστρεύουν την ικμάδα των χωρών τους …και του κόσμου όλου.
Τον Διαμαντή συνάντησα μετά δύο χρόνια όντες ανέβηκα στ’ Αγιονόρος. Χάρηκαμε που συναπαντηθήκαμε και τόλμησα να τονε κουβεντιάσω:
– Ρώταες “Πού να νοήσει το Θεό ο που δεν έχει κλάψει” Τώρα που ξέρεις -δε μπορεί θα ξέρεις- πε μου κι εμένανε να μάθω.
Χαμογέλασε πλατιά.
-Τονε νογάει ξάδεφε. Στο ξημέρωμα του Ήλιου. Στ’ Όνειρο της Νύχτας. Στο Νερό που πίνει. Στη φωτιά του τζακιού και τον Αγέρα της θάλασσας. και συνέχισε:
Κάμε αλλιώς το ρώτημα να ‘χει νόημα.
«Που να νοήσει το Θεό σα το μυαλό κοιμάται» !
Ενεός! Επερίμενα έναν καλόγερο αλλοπαρμένο αφημένο να δέρνεται με δαίμονες και ξωτικά της φαντασίας, και βρήκα ένα παλικάρι με χαμόγελο πλατύ γαλήνιο∙ άγιο.
-Θα γυρίσεις στο χωριό; Θα έρθεις να δεις τον γέρο σου;
-Ναι. Θα συμμαζέψω τα μέσα μου, θα ξεπληρώσω τη φιλοξενία του Όρους και θα ‘ρθω. Να κάμει κουράγιο πες του, θα έρθω. Γι αυτόνανε θα έρθω και για …την πατρίδα!
-Ξέρεις –πρόσθεσα- λέει πως έχεις έρθει δω, να του βαστάς ανοιχτή την πόρτα της παράδεισου!
-Αυτό κάμω να του πεις. Κι ακόμα πες του, η παράδεισο θα πάει η ίδια να τον εύρει κόπο μην κάμει να τηνε ψάξει.
Γύρισα στο χωριό. Επήγα στον γέρο Αρίστο, τα είπα του. Όλα όσα μου εζήτησεν ο Διαμαντής του. Χάρηκεν ο γέρος ως που μου έδωκε δραχμές σαράντα να πάρει κι αυτός λέει από το έξοδο που έκαμα.
κώστας Βρυττιάς 2022 Νοέμβρης
Το εικονιζόμενο γλυπτό είναι “Ο αφηγητής”.