“της προκοπής”

«…της προκοπής»

Αρρώστησε η μάνα, έτρεχε ο πατέρας. Από νοσοκομείο σε νοσοκομείο. Με έδωκαν στο θειό μου, αδερφό της μάνας μου να με έχει σπίτι του φιλοξενούμενο, σκεδό ψυχοπαίδι! Τ’ αδέρφια μου σε άλλους συγγενείς.
Καλός και μετρημένος ο μπάρμπας μου, αγωνιστής της ζωής και πονόψυχος λέγαν όλοι. Με φρόντιζε σαν παιδί του παιδιά δεν είχε και συχνά μ’ ορμήνευε.
-Να παίρνεις πράματα της προκοπής μου έλεγε.
Κι έτσι, παρ’ όλο που κάπου κάπου έρχονταν ο πατέρας και μου ‘δινε κανα διφραγκάκι, το βαστούσα αποταμίευση και μήτε που τόλμαγα να το ξοδέψω ή να γυρέψω πράματα περιττά. Και όχι μόνο αυτά, που είν’ “της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη”, αλλά ούτε καν καραμελίτσες και παγωτό που κάθε παιδί λιμπίζεται.
Βέβαια, ζήλευα ελεεινά και δεν ήτονε λίγες οι φορές που ονειρευόμαν στο υπνοξύπνιο μου πλιάτσικο πως κάμω στο ζαχαροπλαστείο του Κάσανη που πανθομολογούμενα ήτον το πιο τραβηχτικό στην πλατεία.
«Να παίρνεις πράματα της προκοπής»∙ όλο αυτό μου έλεγε ο μπάρμπας μου κι έφτασε ο λόγος τούτος να είναι η επιτομή της απόλυτης μιζέριας.
Γιατί η πουτάνα η “προκοπή” του, ήτονε κάτι τ’ άπιαστο ή στην καλύτερη περίπτωση ήτονε μια γεμάτη μπάκα με χοντροζυμωτό ψωμί κι ελίτσες.
“Αυτά έχουν άξία” μου έλεγε, “Αυτά σε κρατάνε”. Τα παγωτά κι οι καραμέλες είναι φούμαρα∙ πεταμένα λεφτά.
Κι εγώ έζησα έτσι μήνες έξι και με τ’ αδέρφια μου σα συναντιόμασταν κρατιόμασταν από τ’ όνειρο πως μια ημέρα που θα γίνουμε μεγάλοι, θα πάμε λέει στο ζαχαροπλαστείο και θα φάμε ό,τι βρίσκεται στο ψυγείο στα ράφια και στο κοντοβίτρινο το λερωμένο με τα μέλια και τα σιρόπια. Όλα θα τα φάμε. Ακούς; Όλα. Και θα πλερώσουμε και με το παραπάνω, και θα ξαναφάμε κι άλλα …
Η αλύτρωτη ζήλια των μικρών παιδιών -και σας τ’ ορκίζομαι- κακός είναι οιωνός, και χειρότερος σύμβουλος. Κάκιστος όντες η “προκοπή” ταυτίζεται με το “όσο αρκεί” χωρίς το περίσσιο χωρίς την …πολυτέλεια.
Δεν είναι στη φύση τ’ ανθρώπου το «όσο αρκεί» των ιδεαλιστών. Ούτε των μαύρων ούτε των κόκκινων.
Εξ άλλου αμφιβάλω αν όταν αυτοί προβάλλουν τις ιδέες τους ο καθείς τους μέσα του φαντάζεται τον εαυτό του ανάμεσα σ’ αυτούς που θα ζουν με το «όσο αρκεί».
Ξέρεις, δεν γεννηθήκανε πολλοί Μαχάτμα-Γκάντηδες στον κόσμο!
Λένε πολλοί «είμαστε πάντοτε παιδιά». Αν είναι έτσι, τότε τα παιδιά θέλουν το παραπανίσιο τους λέω εγώ. Και μόνο όταν το έχουν, μόνο σαν ο χορτάσουνε μικρά θα πάψουν να ‘ναι άπληστοι μεγάλοι. Διαπιστωμένα πράματα.

Η μάνα μας έγιανε ήρθε σπίτι ξαναγίναμε οικογένεια. Κάναμε και μέγα γιορτινό τραπέζι και κάλεσε ο πατέρας φίλους και συγγενείς.
Έβανε και σούβλισε δυο αρνιά, έβανε και σαλάτες και φρούτα και γλυκά φάγαμεν όλοι ντερλικώσαμε για τα καλά.
Έτρωγε κι ο μπάρμπας μου, έπινε απ’ όλα και πολύ. Τονε πλησίασα τον αγκάλιασα και του ψιθύρισα σιγανά στ’ αυτί. «Να παίρνεις και να τρως πράματα της προκοπής. Αυτά θα σε βαστήξουν». Και πήρα από μπροστά του το πιάτο με πάστα σοκολατίνα. Τσιμουδιά δεν έβγανε. Κιχ.