Η γριά η Ανεζίνα

Η Ανεζίνα η γριά ζούσε στο σπιτάκι πίσ’ απ’ τον βράχο της Καψάλας.
Μόνιμα πεινασμένη και μόνιμ’ ανεχής. Τρέφονταν με τα τίποτα. Μήτε μια φορά δεν την είδαμε να κατεβαίνει τα σκαλάκια του βράχου να πλένει πιάτο στη θάλασσα. Πώς ζούσε; Δεν ξέρω. Κανένας δεν ξέρει με βεβαιότητα.
Απλώς υποπτευόμαστε. Κάποια ελεημοσύνη. Τι άλλο!
————–
Όταν το χωριό κοιμάται, όταν όλες οι πόρτες είναι σφαλιχτές, η δική της είν’ ορθάνοιχτη, κι η Ανεζίνα ξύπνια. Χειμώνα καλοκαίρι. Γιά κρύο γιά ζέστη, ένα και τ’ αυτό. Τη μέρα, την βλέπεις. Γυροφέρνει. Τη νύχτα το καταλαβαίνεις από την σκιά που αλλάζει σχήματα στα πορτοπαράθυρα. Από το καντηλάκι που ποτέ δεν σβήνει. Απ’ τα σουρ-σουρ που αχνακούγονται.
Οι πιο πολλοί, αποφεύγουν να πάνε πίσ’ απ’ τον βράχο. Ειδικά τη νύχτα. Αλλά κι αυτοί που πάνε, τι να σας πω, χαμογελαστός, κανείς δεν απογύρισε .
Μια πλάκωση ένοιωθαν όλοι. Ένα κάτι απροσδιόριστο λες και ήταν πράματα, έξ’ απ’ του νου τ’ αλώνι.
“Εκεί, να σταυροκοπιέσαι Κώστα μου κι ας είσαι άπιστος κι οξαποδός. Άκου με που σου λέω.” μου είχε πει ο Ένταλης ο παλαφουματζής, π’ ανάθεμά τονε.
Και όσον μ’ ορμηνεύανε τρόπους και ξόρκια και προσευκές, όπλα-βέλη στη φαρέτρα να ‘χω σαν χρειαστεί, τόσο εγώ ήθελα και να πάω να την δω, και κουβέντες μαζί της να κάμω. Ήθελα, μα και τ’ απέφευγα !
Τέλος τ’ αποφάσισα. Θα πήγαινα. Είχα βλέπεις και το κουσούρι να παρασέρνομαι από τα όσα διάβαζα, κι εκείνηνε την εποχή καταπιανόμουν με τον θετικισμό και τα συνεπακόλουθα. Τωόντι, είπα μέσα μου: Θα πάρω καμιά φρυγανιά κανα γάλα, λίγο λάδι λίγο σπορόλαδο για το καντήλι της, τι άλλο! …θα τηνε ρωτήσω κιόλα…
Είπα και τό ‘κανα.
————————-
Μετά τη φορά την πρώτη, στο σπιτάκι πίσ’ απ’ τον βράχο της Καψάλας, πήγα ακόμα δυο φορές. Άλλο δεν άντεξα και …συγγνώμην. Κάθε που γύριζα, ένα κουρέλι ήμανε. Η Ανεζίνα όλο μου μίλαγε. Τις πιό πολλές φορές, με ρώταγε. Γιατί τούτο, γιατί εκείνο… Μου είπε για τη ζωή της. Για τα χρόνια της τρέλας. Των αναπάντητων ερωτημάτων. Για την σύλληψή της από τα Ες-Ες. Για το τρένο των απέραντων πόνων. Για το στρατόπεδο στο Άουσβιτς. Για τα μικρά κορίτσια. Εκείνα που τα βασάνιζαν οι στολές. Για τα σημεία και τα τέρατα που γίνονταν εκεί. Του πόλεμου.
Με τα λόγια της με καταπλήγωνε. Μου ‘κοβε φέτες την ψυχή!
Και καημό το έκαμα, να μπορέσω μια μέρα ν’ ανιστορήσω τα όσα μ’ ανιστόρησε.
———
Το καντήλι της Ανεζίνας έκαιγε ασταμάτητα. “Ίσαμε να στερέψει ο πόνος” μου ‘πε. Αλλά πώς να στερέψει ο πόνος, όπου νους ανθρώπου δεν χωρά;
Γιατί, όσο και να πονά κανείς που έμαθε πως απόθαν’ ένας στρατιώτης, κάποια στιγμή καταλαβαίνεις -γιατί έτσι σ’ το έμαθαν- στρατιώτης γίνεσαι και χρέος έχεις -αν λάχει- ν’ αποθάνεις.
Αλλά να σκοτώνουν τα παιδιά; Αυτό δεν το χωρά ο νους. Και μη μου πεις για τον Θεό. Γιατί στους τοίχους των θρήνων έγραψαν λέει: “Αν υπάρχει Θεός θα πρέπει να με παρακαλέσει για να τον συγχωρέσω”. Εμένα, ακόμα κι αν υπάρχει, ακόμα κι αν με παρακαλέσει, ΔΕΝ θα τον συγχωρήσω.
Κι όχι γιατί ο παλαφουματζής με λέει ξαποδό.
Ανεζίνα της είπα στο τέλος, δύσκολο να ξανάρθω. Αχνογέλασε.΄Εγνεψε “Το ξέρω”.
———————
Πήρα χαρτί και μολύβι. Άρχισα…
Ο ένοχος δεν είναι ο μικρός ανυποψίαστος. Σκεδόν ποτέ δεν είναι. Ο Μεγάλος ένοχος είναι ο Μακρινός κι Απρόσιτος. Ο Κράτος.
Έγινε ο μικρός, φασίστας; Όχι. Δεν έγινε. Τον έκαναν.
Έγινε ο μικρός, κομμουνιστής; Όχι. Δεν έγινε. Τον έκαναν.
Έγινε ο μικρός, αναρχικός; Όχι. Δεν έγινε. Τον έκαναν.
Έγινε ο μικρός, τρομοκράτης; Όχι. Δεν έγινε. Τον έκαναν.
Έγινε ο μικρός, ….. Όχι. Δεν έγινε. Τον έκαναν.
Ή με τη βία τους οι Κράτοι του κόσμου, ή με τις πονηριές τους, μας έκαμαν ό,τι γίναμε.
Άλλος, επειδή ήταν οι φίλοι του, άλλος από θαυμασμό για τον Απρόσιτο, άλλος από κουταμάρα, άλλος γιατί ο κόσμος π’ ονειρεύτηκε δεν υπήρχε και διάλεξε το παραπλήσιο, έτσι, γίναμε όλοι μας αυτό που λέμε πως είμαστε.
Και μπαίνουμε κατ’ από σημαίες, κατ’ από λάβαρα και παντιέρες, και …φονεύουμε. Φονεύουμε και φονευόμαστε.
Φονεύουμε άλλοτε κυριολεκτικά και χωρίς καμίαν αναστολή, (μιας και μας έβαναν τη στολή και τ’ όπλο στο χέρι), κι άλλοτε φονεύουμε ψυχές. Με τα λόγια και τον τρόπο που πράττουμε.
Απερίσκεπτα. Ναι ναι, απερίσκεπτα.
Τα τελευταία λόγια της Ανεζίνας ήταν: “Τίποτα μην πιστέψεις. Ούτε το καντήλι που ανάφτω στις ψυχές. “Νομίζω”, να λες. “Πιστεύω”, μην πεις ποτέ σου να χαρείς ! “
Έφυγα όλο πίκρα. Ό,τι δεν μου είπαν οι κοντυλοφόροι, το είπε μια γριούλα του μυαλού μου. Μου τό ‘πε κείνη η μαγειρεμένη φωτογραφία της Czeslawa Kwoka μιας 14χρονης Πολωνής Καθολικής! Πού θανάτωσαν με τρόπο φρικιαστικό στο στρατόπεδο του Άουσβιτς τον Φλεβάρη του 1943.
———————-
Όσο για την αληθινή ιστορία της Czeslawa Kwoka, διαβάστε την εδώ πιο κάτω, και όρκο δεν παίρνω πως είναι εντελώς αληθινή, αν και φαίνεται γι αληθινή.
———————–
Στη φωτογραφία η Czeslawa Kwoka Πολωνή Καθολική, 14 ετών.
Πέθανε στο στρατόπεδο εξόντωσης του Άουσβιτς στις 18 Φεβρουαρίου 1943 με ένεση φαινόλης στην καρδιά της.
Λίγο πριν την εκτέλεση, φωτογραφήθηκε από τον κρατούμενο Whenm Brasse ο οποίος κατέθεσε εναντίον της εκτελέστριάς της π’ ονομάζεται Τσεσλάουα.
Είναι κείνη που πριν από τη φωτογράφηση την εχτύπησε στο πρόσωπό της, ως φαίνεται από το μάτωμα στο χείλος.
Μια Βραζιλιάνα καλλιτέχνις, η Marina Amaral, που ειδικεύεται στο χρωματισμό φωτογραφιών έδωσε μια έγχρωμη πτυχή του πορτρέτου της Kwoka, που φανερώνει τι είχε προηγηθεί του φόνου τ’ αγγέλου τούτου.
Είναι ακόμα και τούτος ο φόνος ο τόσο ξένος και μακρινός από εμάς, ένας φόνος που βοηθήσαμε να γίνει. Ναι.
Με την σιωπή μας. Με την ανοχή μας Με την αδράνειά μας. Με τ’ ότι δεν εσπάσαμε τ’ αυγό του φιδιού πριν σκάσει.
————-
κώστας Βρυττιάς 2021.