Το Ψάρι του κυρ Ερνέστου Νο-42
Είχα νοικιάσει τότε έν’ αποθηκάκι στο χωριό μου, για να βάζω τα έργα μου.
Παρένθεση μεγάλη: Συμβαίνει πολλές φορές να έρχονται επισκέπτες στο εργαστήρι, και να μη λένε να φύγουν. Έτσι, αντί να δουλέψουμε να δώσει καρπό η μέρα, γίνεται ραχάτι τσιγάρο και καφές. Λύση μια. Τα έργα που θα είναι στο εργαστήρι να είναι ελάχιστα. Τα άλλα, αποθήκη και μακριά. Κλείνει η παρένθεση.
Ενώ ξεφόρτωνα λοιπόν στο νοικιασμένο αποθηκάκι που έλεγα, το αυτοκίνητο απ’ τα γλυπτά μου, πλησίασε μια όμορφη κυρία, και περιεργάζονταν τα “πουλιά”, από το παράθυρο του παρμπρίζ. Εγώ την επλησίασα, πιάσαμε κουβέντα, Καλημέρα-Καλημέρα. Τι όμορφα έργα! Είσαστε ο δημιουργός; κλπ κλπ
-Τι να σας πω καλέ μου -συνέχισε- ΠΟΛΥ μα πολύ μου αρέσουν όλα. Αλλά αυτό το πουλί σας… Υπέροχο. Θεσπέσιο. Εύγε. Εύγε… !!!
Και όσον έλεγε αυτά για το “πουλί” μου η κυρία, είχεν έρθει και στεκόνταν πίσω της ένας ευπαρουσίαστος κύριος μεν, αλλά με ύφος 10 δολοφόνων δε.
Ο άντρας της !
-Τι πουλί; Ποιανού; Πώς… ?
-Κοίταξε Ερνέστο μου. Κοίτα! Δεν είναι… καταπληκτικό;
Κοίταξε ο κύριος Ερνέστος, έφυγαν από το πρόσωπό του οι δολοφόνοι, ξανάγινε άνθρωπος !
-Προτιμώ να διαλέξουμε κάτι άλλο της είπε. Άσε το πουλί του κυρίου ήσυχο! Και γυρνώντας προς το μέρος μου:
-Τα ψάρια σας είναι επίσης πολύ όμορφα.
Πόσο πάει το κιλό; είπε και χαμογέλασε σαρκαστικά (?)
-Ευρούλια 200 το κιλό κύριε, του απάντησα.
-Οκ Βάλε μας 5 κιλά.
-Εντάξει. Περάστε σε 10 μέρες μια βδομάδα, να τα πάρετε !
Κι αντί να γελάσει και να φύγει ο κύριος Ερνέστος με την κυρία του, έβγαλ’ ένα πορτοφόλι σαν γκαστρωμένη πετσετοθήκη και μου μέτρησε δύο 200Ευρα κιτρινοπότατα.
Σε μια βδομάδα του είχα ετοιμάσει ψαράκια 5 κιλά και βάλε.
Τα έχει κοπάδι πάνω σε εταζέρα ειδική λέμε !
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected].