“Στέμφυλο” Νο-30
Το έργο φιλοτεχνήθηκε από ξύλο, σίδηρο και νήμα.
Ανήκει σε ιδιωτική συλλογή.
(Δεν συνοδεύεται παρά μόνον από πιστοποιητικό γνησιότητας)
Η ιστορία του. (Τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στον καλλιτέχνη -δημιουργό)
Στέμφυλο.
Είναι φορές που πα να πιστέψω πως,
Θεοί κι αν δεν υπάρχουνε, ψεύτικοι κι αν είναι η Τύχη όμως υπάρχει.
Εκεί που κάθεσαι κι ακούς και η ματιά θολώνει,
εκεί φανιζεται το δώρο, που άλλοι αποκάλυψη το λενε, κι άλλοι το λεν ταλέντο, κι άλλοι το λεν «το τυχερό»…
Έτσι έγινεν και με μένα τότε στ’ αργαστήρι στην πίσ’ αυλή, εκεί που εκρυβόμαν∙
παρένθεση να κάμω δω να σας το πω.
Νομίζουν κάμποσοι πως κρύβομαι και φουμέρνω τσιγαρέτ’ αλίδικα, ή πίνω διάφορα ‘νοπνέματα, κανείς δεν εσκέφτηκε πως ένα έργο τέχνης γεννιέται όπως ένα παιδί. Πάει ο καλλιτέχνης να ξαποστάσει, να ‘πομονοθεί να συλλογιστεί και κει γεννιούνται όλα τα ώριμα. Έτσι γίνεται. Πώς αλλιώς ?
Γεννιέτ’ η ιδέα, σε τόπο που άλλος να προσεγγίσει δεν είναι εύκολο. Γεννιέται μέσα σε μία μαγεμένη ησυχία σε ένα κρακ του χρόνου.
Κλείνει η παρένθεση.
Έλεγα λοιπόν, ήμαν και άκουγα μουσικές στ’ αργαστήρι στην πίσ’ αυλή, και είχα τα μάτια μου μισόκλειστα, και ταξίδευα μέσα στο μηδέν μου. Εβάσταγα την αδειασμένη κούπα του καφέ, έτοιμη να μου πέσ’ απ’ το χέρι, χαλαρά, και,
Μου εφανερώθει η εικόνα !
Ένας τάκος από κλαδί, έσπρωχνε ένα κουβάρι σπάγκο που ήτουν ομπρός του, και το είχενε στριμώξει πάνου σ’ άλλονα τάκο, τόσο δυνατά, που το κουβάρι μίλαγε βοήθεια εζήτα, έκλαιε, εβλαστήμαε, χτυπιόταν να ξεφύγει, μα, …μάταια!
Ξαραθύμησα, και το είδα φανερά κι ομπρός μου. Πραγματικό ήτουνε κι αληθινό !
Το «κράτησα βέλος στη φαρέτρα» που θα ‘λεγε κι ο δάσκαλος ο Π’γιάννης, και το έκαμα έργο.
Το «στέμφυλον» τ’ ονόμασα και μου άρεσε. Τ’ απίθωσα στο ράφι.
Το έβλεπαν οι επισκέπτες και τους άρεσεν επίσης. (έτσι λέγαν).
Το έβλεπαν, και από μονάχοι έπερναν και μου ‘στορούσαν μέρες απ’ τη ζωή τους.
Ξετύλιγε ο καθείς το δικό του κουβάρι, έλεγε την εδικιά του εμπειρία.
Όλες με την βεβαιότη της καταπίεσης. Μηδ’ ένας δε μου είπε πως όλα λάσκα ήτουνε, πως του πήγανε πρίμα τα κόζα, πως η ζωή, του εχαρίστηκεν.
…και, όσο πιο σπουδαίοι οι αφηγητές, τόσο πιο ζόρικο το στέμφυλο, τόσο πιο ζόρικο το σταφυλομάγγανο του καθενού.
Και σαν ερώταγα τι χρώμα έχει το κουβάρι, εεεχ∙ εκεί κι αν ήτουν πανηγύρι !
Άσπρο, μαύρο, κόκκινο άλλοι από φωτιά, κι άλλοι κυανό της Θάλασσας.
Μα ήταν και κάποιοι, οι τυχεροί, το βλέπαν πορτοκάλι.
Το εξάντενα κι εγώ. Έβλεπα κι εγώ χρώμα πα στο κουβάρι.
Μα το πιο σπουδαίο, και γι αυτό επήρα να σας τα λέω τούτα,
είναι πως, εγώ έβλεπα το κουβάρι ν’ αλλάζει χρώματα.
Λέω,
Αυτή ‘ναι η αλήθεια.
Αλλάζει.
κ.Β.