Ετυμολογία [επεξεργασία]
αντιπελάργηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπελάργηση θηλυκό
- η ανταπόδοση από το παιδί προς τους γονείς προχωρημένης ηλικίας,
των παροχών που δέχτηκε κατά την ανατροφή του.
Το έργο αποτιμήθηκε στα 100Ε και συνοδεύεται από το βιβλίο-κατάλογο του καλλιτέχνη, σχέδιο του έργου και το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected] ή στο Messenger