“Όδός Παπαστραβόξυλου” Νο-418
Λένε, όντες πρωτόρθανε από τη Μικρασία οι πονεμένοι πρόσφυγγες και βάνανε μπρος να σηκώσουνε καλύβες και να στήσουν παραπήγματα εκεί, στη γη τη στέρφα που τους παραχωρήθηκε, το Κουρκούρι,
λένε,
τους υποδέχτηκαν, πέντε αρχοντοφορεμένοι ντόπιοι κι αντί καλωσορίσματα στ’ “αδέρφια”, τους εφοβερίσανε πως ο τόπος ήτουνα δικός τους. Πατρογονικός∙ και να μη λογαριάζουνε να ρίξουνε ρίζα.
“Ένα δυο βράδια θα μείνετε και μετά… “
Το πρόβλημα λύθηκε που πήγαν οι δυο παππούδες ο Αριστομένης κι ο Παρθένης στη χωροφυλακή, κι εβεβαιώθηκαν πως το Κουρκούρι, είναι κρατικό, και τους παραχωρείται να εγκατασταθούν, και μάλιστα με τις ευλογίες του Θεού και της εκκλησίας και φόβο να μην έχουν λέει.
Οι ντόπιοι μετά π’ αυτά, ούτε που ξαναφάνηκαν εκεί.
Οι πρόσφυγγες, άνθρωποι του μόχθου και της προκοπής, καταπιάστηκαν με τη θάλασσα, το εμπόριο, και μέλημα “Πρώτο” είχαν να σπουδάζουν τα παιδιά τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα, οι καλύβες και τα παραπήγματα γίνονταν σπιτάκια γίνονταν σκολειό, εκκλησάκι, καφενές και πλατεία.
Γίνονταν όμως και ζήλεια και μίσος και …γκέτο. Άτυπο άβατο.
Στο μεσοπόλεμο, δυο-δυόμιση δεκαετίες μετά, ο παπα-Σαράντος Μπέης, ο μεγάλος γιός του Ματθαίου Μπέη, σπουδαγμένος την ποιμαντορική και που ήξερε και τα Τούρκικα, μιας κι οι δικοί του τα μιλούσαν κάπως, πήρε κι έψαξε και βρήκε -λέει- Τούρκικο κατάστιχο μπιστεμένο σε μοναστήρι. Το Κουρκούρι -λέει- ήτουνα περιουσία του από τότες που εβαφτίστει Χριστιανός ο διπροπάππος του. Τότε, με τη βάφτισή του, το έδωκε διαφέντεμα στην εκκλησία.
Λένε ακόμα, πως όσο κι όπου αν έψαξεν ο παπα-Σαράντος, κανένα παραχωρητήριο στους πρόσφυγγες δεν ήβρε!
Στο μεσοπόλεμο διάστημα, στη Γερμανία στην Ιταλία αλλά και στον τόπο μας ο φασισμός έβαζε ρίζες. Οι λογής μειονότητες, έμπαιναν στο στόχαστρο των πολιτικών και του κάθε μικρού ή μεγάλου παρακράτους.
Όσοι Κουρκουρήτες απομείνανε στο Κουρκούρι, όσοι παραμείνανε απλοί καθημερινοί, λιτοδίαιτοι ανεχείς και άτυχοι, γίνανε στόχος. Το όπλο που εστόχευε τους Κουρκουρήτες το βαστούσεν ο παπα-Σαράντος!
Και μη τον φανταστείτε άνθρωπο φιλάργυρο ή πλεονέχτη. Όχι. Καλός Χριστιανός ήτουν !!!
Έτσι, ξεκινήσανε διωγμοί και δικαστήρια. Πολλά. Και με έξοδα που τα πλήρωνε από τη μια, η τσέπη των φτωχών Κουρκουρητών, από την άλλη, η τσέπη της εκκλησίας.
Όσοι πρόσφυγγες ξέρανε, όσοι καταλαβαίνανε τον άνισο αγώνα, πήρανε των ομματιών τους. Προκομμένοι άνθρωποι ως ήντουσαν, εμπόρεσαν κι εγκαταστάθηκαν στον Πειραιά και την Αθήνα. Στο Κουρκούρι απόμεναν ελάχιστοι, οι περσότεροι γέροι.
Ανάμεσώ τους η οικογένεια του Ασημάκη Αλατζά.
Τώρα, θες ο Θεός ο μεγαλοδύναμος, ός τα πανθ’ ορά, θες ο διάβολος -που κι αυτός τεφτέρι έχει και στραβός δεν είναι,
έβανε το χέρι του κατ’ άλλους την ουρά του,
κι ο Ασημάκης το στραβόξυλο, έγινε παπάς. Σπούδασε κι αυτός την ποιμαντορική τέχνη, και μάλιστα έκαμε και παραπανήσιες σπουδές στα Οθωμανικά ζητήματα ή κάπως έτσι.
Έψαξεν λέει ο παπαστραβόξυλος και βρήκε -λέει- το περίφημο χρυσόβουλο του παπα-Σαράντου.
Το διάβασεν αν και γραμμένο στα παλιά Τούρκικα ο αθεόφοβος, και φανέρωσε πως κάπως αλλιώτικα είναι τα γραμμένα. Πως το Κουρκούρι, δεν δίνεται περιουσία στον Μπέη της περιοχής, δηλαδή στον διπρόπαππο του παπα-Σαράντου, αλλά του το μπιστεύονται να το κυβερνά, να το διαφεντεύει και να βγάνει το φόρο που θα πλερώνανε για αυτό, στους τότε Τούρκους.
Άρα, τι είδους παραχώρηση έκαμε ο διπροπάππος του στην εκκλησία;
Σεισμός έγινε μ’ αυτό.
Τον επροκάλεσεν ο παπ-Ασημάκης Αλατζάς.
Αλλάξανε τα κόζα στα δικαστήρια. Η απόφαση του Άρειου Πάγου έφερε σιγά-σιγά τους Κουρκουρήτες πίσω στο Κουρκούρι.
Και βάνανε όλοι λεφτά και φέρανε φως από την ηλεχτρική, κι εχτίσανε δεξαμενή για νερό , και δρόμους με πέτρα φκιάσανε. Μπορεί να μη μένουν μόνιμα στο Κουρκούρι, αλλά μια στάλα τόπο τηνε κατέχουνε και την πονάνε. Δευτεροπατρίδα !
Ο παπα Σαράντος κοντα στα τελευταία του εγύρεψε να δει τον παπαΣτραβόξυλο.
Κλείστηκαν στο δώμα και μίλησαν για ώρα πολλή. Τέλος εβγήκεν όξω ο παπ-Ασημάκης, ξαναμμένος θεριό ανήμερο και το μόνο που ξεστόμισε ήταν:
Μέγας μπορεί να είσαι Κύριε, μα θαμαστά δεν είν’ όλα τα έργα Σου !
Κι επήγε κι εξούρισε τα γένια του. Έγινε ψαράς μ’ ένα μικρούλη βαρκαλά, κι ούτε που μάθαμε ποτές τι ειπώθηκε σ’ κείνη τη συνάντηση.
Σήμερις, όλοι εμείς πρόσφυγγες και φιλοπρόσφυγγες, λέμε τον Ασημάκη Αλατζά να τονε κάνουμε δρόμο μα δεν είν’ εύκολο να πείσουμε πως θα ονομαστεί “Όδός Παπαστραβόξυλου” ώς θέμε.
Το γλυπτό αποτιμήθηκε στα 140Ε και συνοδεύεται από:
Το σχέδιο του έργου, το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη, και το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected] ή στο Messenger