“Ο Γιαννάκης του Στελόφα, κι ο Μιχάλης ο Οχιάς” Νο-414 Αποτιμήθηκε στα 50Ε και συνοδεύεται από: Το σχέδιο του έργου, και το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected] ή στο Messenger
Ο Γιαννάκης του Στελόφα, κι ο Μιχάλης ο Οχιάς.
Πόλεμος του ‘40. Πόλεμος και πείνα. Πείνα και πόνος και φόβος.
Πόλεμος ! Όχι μόνο ν’ ακούς «έχουμε πόλεμο », … μα να ‘σαι μέσα. Να το ζεις.
Δύσκολα τα πράματα. Πιο δύσκολα ‘πο τώρα που πάλι σε πόλεμο ζούμε, τώρα που καταλάβαμε πως η Ευρώπη που μας τάξανε είν’ ένα σκυλολόι απάνθρωπων αρχοντάδων και τίποτ’ άλλο.
……………..
Ο Γιαννάκης του μακαρίτη του Στελόφα, κι ο Μιχάλης ο Οχιάς, ούτε φίλοι-φίλοι ήντουσαν, ούτε ξένοι.
Τα στομάχια τους τ’ αδειανά όμως, τους ένωσαν πιο πολύ κι από φιλία.
Ο Γιαννάκης, κι ο Οχιάς, έφηβοι, παντογνώστες και ατρόμητοι, είχανε βρει τη μηχανή να πορεύονται.
Κρυφά, συνωμοτικά, αθόρυβα, με μαστοριά περίσσια, (είχε ένα χέρι πούπουλο αυτός ο μικρός!), ξέθαβαν τις νάρκες, και με τη γιόμιση φκιάναν «μασούρι» και χτυπούσαν ψάρια !
Ε, πόσα ψάρια να φας, πόσα για να «ταΐσεις», (πάντα υπάρχουνε παράσιτα, που ταΐζεις), θες και ψωμί και λάδι…
Βρήκανε λοιπόν τρόπο. «Εμπορευάμενοι !».
Τ’ αλισβερίσι όμως ετούτο, η «επιτυχία», τους αγκίστρωσε, όπως γίνεται με κάθε ανθρωπάκι.
………………..
και νάρκες βάζανε οι Γερμανοί, και νάρκα δεν ακούονταν. Παγιδεύανε περάσματα, παγιδεύανε γεφύρια, νάρκα δεν έστεργε. Κάποιος κλέβει!
Στην αγορά πάλε, κυκλοφορούσε “μασούρι” για ψάρεμα και ζήτηση μεγάλην είχε. Οι ρουφιάνοι τους όμως, ανίκανοι !
Κι ο Γιαννάκης κι ο Οχιάς, παριστάνανε τους ψόφιους κοριούς, μα νοιώθανε και ήτανε σπουδαίοι.
……………..
Αν πας μια βόλτα στο κοιμητήριο, θα δεις ένανε τάφο με δυο σταυρούς και ίσως φανταστείς…
Δίπλα-δίπλα είναι τα φιλαράκια. Κοντά σου. Μπροστά σου, Οι σταυροί τους οι χριστιανικοί, γερτοί λες κι αγκαλιάζονται. Σκεβρωμένοι. Μόν’ η ξεθωριασμένη μπογιά στα ονόματα παραμένει να θυμίζει.
Ιωάννης …. Ετών 17.
Μιχαήλ …….Ετών 18.
……………………………
Λένε, τους έφαγε νάρκα πό ‘βαλε ένας Γερμανός φερμένος από την Διοίκηση ειδικά γι αυτούς. Για την ακρίβεια, δύο νάρκες έβαζε. Τη μια, πάνω στην άλληνε. Την από πάνω τηνε βλέπεις, τηνε ξεθάβεις, την αφοπλίζεις…πα να τηνε πάρεις. Με το που την τραβάς, σκάει η από κάτω και Θιό’ σχωρεσ’ τους.
Μα,
ποτές μη συγχωρέσει κείνους τους άνομους τους καταραμένους, που φέρνουνε τον πόλεμο και χάνεται το πιο καλό κομμάτι της κοινωνίας, Η ικμάδα της. Οι Έφηβοι.