“Ο Πικιός ο κλέφτης-ματοκλέφτης-ποντικός.” Νο-391 Αποτιμήθηκε στα 60Ε και συνοδεύεται από:
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]
Ο Πικιός ο κλέφτης-ματοκλέφτης-ποντικός.
Τονε πρωτόδαμε να στέκεται και να κοιτάζει κατά τον “Αρμενιστή” την γολέτα οπ’ εχτίζαμε τότες. Είχε στον ώμο του περασμένον σε μαγκούρα ένανε μπόγο λερό, λερότερο κι από τουλουμοπάνι λερότερον κι από αυτά που φορούσ’ ο ίδιος.
Αποφάσισε και ήρθε μέσα στο καρνάγιο, απίθωσε τον μπόγο, γύρεψε να δει τον “αφεντικό” ως είπε, τονε στείλαμε στον Πρωτομάστορα. Αλλάξανε μισού λεφτού κουβέντες κι απέν επήρε το θυμαρόξυλο και σάρωνε τα φελέκια τα ροκανίδια, πάστρεψε τα στουπιά και τα ξακρίσματα όπου υπήρχανε.
Έτσι μπήκε στη ζωή μας ο Πικιός, και θρονιάστηκε για πάν’ από δέκα χρόνους. Ο πρωτομάστορας, ο Μαστραγαπητός με τ’ όνομα, ήτουνε τότες κοντά στα 60 του, σήμερα ξεπερνάει τα 70 κι ακόμα παλεύει. Ο γιός του ο Αρτέμης κάμει τώρα το πρώτο κουμάντο. Μάστορας καλός κι αυτός, βαφτισμένος κι αυτός στο κατράμι του καρνάγιου.
Ώρα τώρα να σας εξηγήσω πως ανάμεσα στα τόσα που φανίζουν τους μαστόρους, είν’ αυτό -το πιο συνηθισμένο- που λέγετ’ επαγγελματική κρυψίνοια.
“Μη σου τύχει” είναι, άμα νταραβεριστείς με μάστορα κι αιστανθεί πως πα να του κλέψεις μυστικά. Χειρότερον οχτρό δε θα ‘χεις. Κι ο Πικιός χρόνο με το χρόνο φανερώθει μέγας κλέφτης-ματοκλέφτης-ποντικός.
Έβλεπε και ξεπατίκωνε. Στη μπούκα τον είχε ο Αρτέμης σαν εκατάλαβε την πάστα του. Από την άλλη πάλε, δεν ημπορούσε να του κρύψει και πολλά, αφού βοηθό του τον είχε συχνά-πυκνά. Βέβαια, ποτές δεν εξεστόμισε μπροστά του το πούθεν αγοράζουν μίνιο, ή κανάβι ή να μολογήσει το πώς σκληραίνουνε τα σίδερα πώς τροχίζουν τα πριόνια πώς γαλβανίζουνε τις πρόκες πίσω στο σιδεράδικο.
——-
Σε λίγες μέρες που θα τελείωνε το τρεχαντήρι του Νικολή Καμαρινού, θα είχαμε να βάνουμε μπροστά ένα καϊκάκι του Θωμά. Πήρε και λογάριασε ο Αρτέμης τα μεροκάματα, τα ξόδια όλα, λογάριασε και τις μέρες, έβανε και αέρα μια βδομάδα ‘πιπλέον, -μη κι αρρωστήσει κανείς- ήθελε ο λόγος του να είναι συβόλαιο∙ κάλεσε τον Θωμά τον ψαρά, πήρε προκαταβολή εδώσανε τα χέρια.
Εμείς, οι καλφάδες οι “μικροί”, είχαμε φύγει είχαμε σκολάσει όταν επιάστηκαν ο Πικιός κι ο Μαστραρτέμης.
Μάθαμε πως αναπάντεχα του γύρεψ’ ακατέβατα όλα τα δουλεμένα ο Πικιός και του ξεφούρνισε πως θα παράταγε τη δουλειά, και πως καιρός ήτανε λέει να φκιάσει κι αυτός ένα μικρό καρνάγιο, δεν θα επέρναε όλη του τη ζωή στο μεροδούλι…
Λέν’ όσ’ ήτανε εκεί, πως ήρεμα του ζήτησεν ο Μαστραγαπητός να μείνει ίσαμε να τελειώσουνε το καϊκάκι του Θωμά μα -ως φαίνεται- είχε βάλει ρήτρα να ιδρύσει το καρνάγιο ο Πικιός πριν το Πάσκα,. Να προκάμει να το ‘ξοπλίσει, να ‘χει να δουλέψει το κατακαλόκαιρο με τα ξανανιώματα στις βάρκες, πράμα που έφερνε καλά λεφτά και χωρίς πολλά εργαλεία κι εξοπλισμό.
Λένε ακόμα, ο Μαστραρτέμης πως τά ‘βαλε και με τον γέρο του που “μάζωξε τον αχάριστο” που του έμαθε τη δουλειά και που -να τώρα- ο παμπόνηρος ο Λεβιάθανος, όχι μόνο τον αφήνει αβοήθητο, αλλά του κλέβει κι από τη δουλειά…
—-
– Άκουσε Αρτεμάκη μου, ακούστε και σεις ούλοι οι παραγιοί, κρατήστε τεφτέρι του μυαλού και γράφτε τα, κι α σας φανούν τα που θα πω λολά, πετάχτε τα. Ειδάλλως, βεγγέλιο κάμετέ τα και να πορεύεστε.
Κανένας μας δεν εγεννήθηκε μαθημένος.
Ό,τι μάθαμε, ό,τι ξέρομε και πορευόμαστε στη ζήση, οι προγενιοί μας μας τό ‘χουνε δοσμένο.
Φοράμε ρούχα,
κάποιοι το ‘πινοήσανε, εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Τρώμε μαγερευτά,
κάποιοι τα ‘πινοήσανε, εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Κοιμόμαστε σε σπίτια
κάποιοι τα ‘πινοήσανε, εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Χρέος του καθενού μας είναι κάτι να διδάξει, κάτι να δώσει. Αντίτιμο σε όσα έχει πάρει. Κι αν ακόμα δεν καταφέρνει κανείς στη ζωή κάτι να σκαρφιστεί, πάλε με το που δουλεύει και βοθά εκειούς που σκαρφίζονται, το χρέο του, καμωμένο τό ‘χει.
Μεγάλωσα. Μισογέρασα. Κι αν έμαθα κάτι, είναι πως ο κόσμος οι κοινωνίες πήγανε μπροστά όχι γιατί έλαχε. Πήγανε μπροστά γιατί κάποιοι δεν ξέρανε να λένε “Τούτο μου κοστίζει”
…γιατί κάποιοι ψάχνανε να βρούνε λύση και τρόπο∙ δεν εδεχτήκανε το “Δε γίνεται”. Κι επινοήσανε.
Κάποιοι ‘πινοήσανε εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Ανάμεσώ, και κάθε πονηρός Πικιός. Κάθε Πικιός κι ας είναι και, Αχάριστος.
Απέ, σηκώθηκεν ο πρωτομάστορας ο Αγαπητός, επήρε και φόρεσε τη μπροστέλα την πέτσινη του σιδερά, πήγε ν’ ανάψει το καμίνι. Εμείς επιάσαμε πάλε τις δουλειές μας.
“Ανάθεμα στους κρυφτονούδηδες και τους τεμπελχανέους !” άκουσα τον μικρό τον Σαββάκη και ήτανε σα να το είπα εγώ!
Απέ, το καλοσκέφτηκα κι άλλαξα γνώμη. Όχι. Ανάθεμα δεν θα έριχνα. Καθ ‘ο κι εγώ, μάστορας κρυφτονούδης είμ’ ακόμα, κι ακόμα χρωστάω. Αλήθεια να λέμε.
Αποφάσισε και ήρθε μέσα στο καρνάγιο, απίθωσε τον μπόγο, γύρεψε να δει τον “αφεντικό” ως είπε, τονε στείλαμε στον Πρωτομάστορα. Αλλάξανε μισού λεφτού κουβέντες κι απέν επήρε το θυμαρόξυλο και σάρωνε τα φελέκια τα ροκανίδια, πάστρεψε τα στουπιά και τα ξακρίσματα όπου υπήρχανε.
Έτσι μπήκε στη ζωή μας ο Πικιός, και θρονιάστηκε για πάν’ από δέκα χρόνους. Ο πρωτομάστορας, ο Μαστραγαπητός με τ’ όνομα, ήτουνε τότες κοντά στα 60 του, σήμερα ξεπερνάει τα 70 κι ακόμα παλεύει. Ο γιός του ο Αρτέμης κάμει τώρα το πρώτο κουμάντο. Μάστορας καλός κι αυτός, βαφτισμένος κι αυτός στο κατράμι του καρνάγιου.
Ώρα τώρα να σας εξηγήσω πως ανάμεσα στα τόσα που φανίζουν τους μαστόρους, είν’ αυτό -το πιο συνηθισμένο- που λέγετ’ επαγγελματική κρυψίνοια.
“Μη σου τύχει” είναι, άμα νταραβεριστείς με μάστορα κι αιστανθεί πως πα να του κλέψεις μυστικά. Χειρότερον οχτρό δε θα ‘χεις. Κι ο Πικιός χρόνο με το χρόνο φανερώθει μέγας κλέφτης-ματοκλέφτης-ποντικός.
Έβλεπε και ξεπατίκωνε. Στη μπούκα τον είχε ο Αρτέμης σαν εκατάλαβε την πάστα του. Από την άλλη πάλε, δεν ημπορούσε να του κρύψει και πολλά, αφού βοηθό του τον είχε συχνά-πυκνά. Βέβαια, ποτές δεν εξεστόμισε μπροστά του το πούθεν αγοράζουν μίνιο, ή κανάβι ή να μολογήσει το πώς σκληραίνουνε τα σίδερα πώς τροχίζουν τα πριόνια πώς γαλβανίζουνε τις πρόκες πίσω στο σιδεράδικο.
——-
Σε λίγες μέρες που θα τελείωνε το τρεχαντήρι του Νικολή Καμαρινού, θα είχαμε να βάνουμε μπροστά ένα καϊκάκι του Θωμά. Πήρε και λογάριασε ο Αρτέμης τα μεροκάματα, τα ξόδια όλα, λογάριασε και τις μέρες, έβανε και αέρα μια βδομάδα ‘πιπλέον, -μη κι αρρωστήσει κανείς- ήθελε ο λόγος του να είναι συβόλαιο∙ κάλεσε τον Θωμά τον ψαρά, πήρε προκαταβολή εδώσανε τα χέρια.
Εμείς, οι καλφάδες οι “μικροί”, είχαμε φύγει είχαμε σκολάσει όταν επιάστηκαν ο Πικιός κι ο Μαστραρτέμης.
Μάθαμε πως αναπάντεχα του γύρεψ’ ακατέβατα όλα τα δουλεμένα ο Πικιός και του ξεφούρνισε πως θα παράταγε τη δουλειά, και πως καιρός ήτανε λέει να φκιάσει κι αυτός ένα μικρό καρνάγιο, δεν θα επέρναε όλη του τη ζωή στο μεροδούλι…
Λέν’ όσ’ ήτανε εκεί, πως ήρεμα του ζήτησεν ο Μαστραγαπητός να μείνει ίσαμε να τελειώσουνε το καϊκάκι του Θωμά μα -ως φαίνεται- είχε βάλει ρήτρα να ιδρύσει το καρνάγιο ο Πικιός πριν το Πάσκα,. Να προκάμει να το ‘ξοπλίσει, να ‘χει να δουλέψει το κατακαλόκαιρο με τα ξανανιώματα στις βάρκες, πράμα που έφερνε καλά λεφτά και χωρίς πολλά εργαλεία κι εξοπλισμό.
Λένε ακόμα, ο Μαστραρτέμης πως τά ‘βαλε και με τον γέρο του που “μάζωξε τον αχάριστο” που του έμαθε τη δουλειά και που -να τώρα- ο παμπόνηρος ο Λεβιάθανος, όχι μόνο τον αφήνει αβοήθητο, αλλά του κλέβει κι από τη δουλειά…
—-
– Άκουσε Αρτεμάκη μου, ακούστε και σεις ούλοι οι παραγιοί, κρατήστε τεφτέρι του μυαλού και γράφτε τα, κι α σας φανούν τα που θα πω λολά, πετάχτε τα. Ειδάλλως, βεγγέλιο κάμετέ τα και να πορεύεστε.
Κανένας μας δεν εγεννήθηκε μαθημένος.
Ό,τι μάθαμε, ό,τι ξέρομε και πορευόμαστε στη ζήση, οι προγενιοί μας μας τό ‘χουνε δοσμένο.
Φοράμε ρούχα,
κάποιοι το ‘πινοήσανε, εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Τρώμε μαγερευτά,
κάποιοι τα ‘πινοήσανε, εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Κοιμόμαστε σε σπίτια
κάποιοι τα ‘πινοήσανε, εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Χρέος του καθενού μας είναι κάτι να διδάξει, κάτι να δώσει. Αντίτιμο σε όσα έχει πάρει. Κι αν ακόμα δεν καταφέρνει κανείς στη ζωή κάτι να σκαρφιστεί, πάλε με το που δουλεύει και βοθά εκειούς που σκαρφίζονται, το χρέο του, καμωμένο τό ‘χει.
Μεγάλωσα. Μισογέρασα. Κι αν έμαθα κάτι, είναι πως ο κόσμος οι κοινωνίες πήγανε μπροστά όχι γιατί έλαχε. Πήγανε μπροστά γιατί κάποιοι δεν ξέρανε να λένε “Τούτο μου κοστίζει”
…γιατί κάποιοι ψάχνανε να βρούνε λύση και τρόπο∙ δεν εδεχτήκανε το “Δε γίνεται”. Κι επινοήσανε.
Κάποιοι ‘πινοήσανε εμείς τ’ απολαβάνουμε.
Ανάμεσώ, και κάθε πονηρός Πικιός. Κάθε Πικιός κι ας είναι και, Αχάριστος.
Απέ, σηκώθηκεν ο πρωτομάστορας ο Αγαπητός, επήρε και φόρεσε τη μπροστέλα την πέτσινη του σιδερά, πήγε ν’ ανάψει το καμίνι. Εμείς επιάσαμε πάλε τις δουλειές μας.
“Ανάθεμα στους κρυφτονούδηδες και τους τεμπελχανέους !” άκουσα τον μικρό τον Σαββάκη και ήτανε σα να το είπα εγώ!
Απέ, το καλοσκέφτηκα κι άλλαξα γνώμη. Όχι. Ανάθεμα δεν θα έριχνα. Καθ ‘ο κι εγώ, μάστορας κρυφτονούδης είμ’ ακόμα, κι ακόμα χρωστάω. Αλήθεια να λέμε.