“Ο ανεπρόκοπος” Νο-305 Αποτιμήθηκε στα 50Ε
Συνοδεύεται από:
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected].
Ο ΑΝΕΠΡΟΚΟΠΟΣ
Εστέλνω σ’ αδερφέ μου τον Πετρή να τονε κάμεις μάστορα. Για τη θάλασσα δεν κάμει. Για το χωράφιν ούτε. Πάρτον εσύ που είσαι κι ανεπρόκοπος, κι ότι θέλει ας γενεί. Δια την υγεία μας, καλά είμαστε ούλοι, πλήν όπ’ απόθανε πρι μήνα ο Νταμπουρτζής∙ τώρα μαγερεύει η Φιλιώ. Ο Γιαραμπής καλά να σέχει.
Ιούνης 1919 Νησί μας.”
Απέ την ώραν όπ’ επήρε το γράμμα τούτον ο Ντελής, του χάλασε το κέφιν. Βέβαια, και “πολλάν εχάρει” που ήντουσαν ούλοι καλά, πλην οπ’ απόθανεν ο Νταμπουρτζής. Για ετούτονε πολλάν ελυπήθει∙ καθ’ ό κι ο Νταμπουρτζής ήτονε δεύτερος πατέρας του∙ εκειός τον είχεν αναθρέψει. Θιο’ σχωρές τον και στη μπαράδεισο να πα.
Μα, κείνηνε την κουβέντα όμως, τ’ “ανεπρόκοπος” μαχαίρι στην καρδιά του στάθει !
Ανεπρόκοπος! Κι όμως ο Ντελής καθημερνά γαμεί την Δέσποινα, παντοιοτρόπως και παντοιοτρύπως. Ρούχο ασπερμάτιστον δεν της έχει. Κατωσέντονα κι απανωσέντονα. Όύλα.
Και να τον λέγουν ανεπρόκοπο οι ξένοι, πα στο διάλο. Μα ο Κωσταντής; Ο αδερφός του; Το γαίμα του;
Η Δέσποινα μάλλο στείρα θε να έλαχε. Παιδία δεν εκάμει. Αλλά, να το πούμε -κι ας είναι κι αμαρτία- και η κυρα-Κέρτζα Ντζαπαλού η γειτόνισσα, παιδί δικό του έπκιασε, και η Σωτήραινα Γκασιώτη ! Τι; Που δεν αφουμιζόμαστε; Ας ανοίξου ντα μάτκια τους να διούν. Φτυστά του είναι. Φύτρες του Ντελή. Κι ακόμα, έτσι για να μη λέτε, τσοντάρει και το κατιτίς του να πορεύονται τα μπασταρδάκια του. Πώς !
Ακούς εκεί “ανεπρόκοπος’’ από τον αδερφό του !
Ας έρτει το χαμένον του ο Πετρής, και τα λέμε !
Κι ήρτεν το χαμένον ο Πετρής το ανήψι του. Και που να πάρει ο διάολος, είχεν ο εωσφόρος τούτος χαμόγελον ως της γιαγιάς τους της Ανεζίνας. Όμορφο πλατύ και φωτεινό. Του Θεού Απόλλωνα ευλογημένος.
Ήρτεν ο ανεψιός και μεγάλην πρεμούραν έδειξε για κάθε ασχολία της αρματευτικής τέχνης του μπάρμπα του. Με το ράψιμο πανιών, χέριν είχε μάστορη παλιού. Στους κόμπους στα παστρέματα πρώτος ήτουν. Έπκιανε βαρκάκι που ‘τουνα σαν κακοχεσμένο βρακί, μπιμπλό το έκαμε! Και λιγόλογος. Κι ακούραστος. Τόσον, όπου ο θειός του ο Ντελής επήρε να τον συμπαθεί. Στο κάτω-κάτω σκέφτηκε, τι φταίει τούτος δω που ο Κωσταντής τους με τόσην του εφέρθηκεν αμετροέπεια και απερισκεψία!
Πέρναε ο καιρός και θείος κι ανεψιός φίλιωσαν πιο κι απ’ όσο να φαντάζεστε. Και η Δέσποινα ‘κόμα, η στέρφα, η πεντάξυνη σ’ εχτίμηση τον είχε τον ανεψιό, και λόγο κακό για πάρτη του δεν εξεστόμισε.
Έγιν’ η ανέμη του Ντελή οι κέστρες του οι νόζικες και τ’ αποδέλοιπα εργαλεία του, έγιναν αργυρομαζώχτρες. Χρυσορυχείο το ‘’μαγαζί’’ του. Μέχρι που, και Ντελής και κυρα-Δέσποινα, μάθανε να χαμογελούν.
Και πήρε τ’ απάνω του ο άνθρωπος, και ξέχασε που στέρφα ήτον η κυρά του και σαν και τότε, στις πρώτες του γάμου τους τις μέρες, κάθε κι όπου την έβρισκε ξεμοναχιασμένη και λάσκα, της τον εσφύριζε μετά μανίας. Χαρές μεγάλες το σπιτικό του… ‘’ανεπρόκοπου’’ !
Μήνους εικοσιέξι μετά τον ερχομό του Πετρή, γέννησε γιό η Δέσποινα!
Πολλάν εχαρήκαν ούλοι. Ούλοι όσοι ξέρανε τον καημό του ζευγαριού, κι έβανε πόδι στο σπιτικό τους μεγάλη ευτυχία.
Αλλά στα μικρά χωριά φίλε μου, κι όλοι το ξέρουμε, οι χαρές κρατάνε λίγο. Λόγια άσκημα ακούστηκαν, και έφτασεν ο Πετρής να φεύγει να καζαντίσει αλλού. Η Δέσποινα, με το που το έμαθεν έπεσε του θανατά που λένε αλλά το πράμα δεν σήκωνε…
Και το χείρου-χειρότερο, το μικρό ο Νικολής –Νικολή το εβαφτήσασι ως τον γέρο τον πατέρα τους- όλο και τ’ ανεψιού να μοιάζει. Παρατήρησε, και σε σκέψεις εμπήκεν ο Ντελής.
Μωρ’ εδώ, κάπως ζαβό φέρνει το πράμα σκέφτονταν. Εσκέφτονταν και …μαύριζε.
Τόσα χρόνια ‘’καλαφατίζω’’ το Δεσποινάκι και τώρα που ‘ρθε ο…
Θέ μου συχώρνα με θα τονε σφάξω είπε!
Είπε, και …απλώς είπε. Πήρε πόδι ο Πετρής, εξενιτεύτηκεν μακριά. Μέρα με τη μέρα καταλαγιάσαν όλοι.
Ο Ντελής ξανάπιασε να εργάζεται μόνος τ’ αρματώματα και τις πάστρες. Παλιά μου τέχνη κόσκινο.
Μόνο που τώρα, είχεν για παρηγόρια το κλάμα του Νικολή και τα παιχνιδίσματά του.
Μέρα με η μέρα κι αυτουνού η σκέψη του άλλαξε ρότα και…
Λες; Λες να έφταιγεν το μελτεμάκι, που, –κατά πως μαρτυρούν κι οι γέροι- κάθε δέκα χρόνια κάμει το σπόρο δυνατό ! Η μήπως η ευδαιμονία που ζήσαν τότε με τον ανεψιό να ήτουν η αιτία ! Ποιος να ξέρει!
Πάντως ανεπρόκοπον δεν θα τονε πει πκια κανείς. Μα κανείς.
Γιατί και με την κυρά του τη Δέσποινα παιδί, πλέον έχει !
Το ΄διήγημα γράφτηκε το 2015 και το έργο φιλοτεχνήθηκε με αφορμή του, τον Φλεβάρη του 2022. Βρυττιάς κώστας.