“Φούμαρος και λαθρομπάτης” Νο 199 Αποτιμήθηκε στα 50Ε και συνοδεύεται από:
. Το σχέδιο του έργου.
. Το βιβλίο – κατάλογο του καλλιτέχνη.
. Το πιστοποιητικό γνησιότητας του έργου.
Για άλλες πληροφορίες στην ηλν/κη διεύθυνση: [email protected]
Φούμαρος και λαθρομπάτης ήμανε στης “Παναγιάς” τ’ αμπάρι…
Από την αρχή να τα βάνω.
Ο Ώπας, κάθε που έμπαινε στη βάρκα για ψάρεμα, έλεγε την προσευκή του.
Κάτι φθαρμένο με λέξεις μισοφαγωμένες, όπως τα ρούχα του τ’ αποξάρμυρα, που, έτσι και τά ‘βαζες όρθια, όρθια θα στέκουνταν. Έμπαινε, προσεύχουνταν, κι όπως ετράβα το κουπί, κι από βαρύ που ήτουνα στην αρχή, μετά ‘πο λίγο λάφραινε, έτσι κι αυτός ξεθάρεβε κι έπιανε κουβέντα με το Θεό.
Στην αρχή, «Αα’αγιος θεος α’αγιο σχυρό σελέησο νημάς, κι απέ, γιαδέ βοθάς, γιαδέ μ’ ακούς, τζάμπας εγώ μιλώ σου ? …»
———
Από βραδύς, είχα βρει τρεις τσιγαριές Προυσαλίδικες. Διάλεξα να φουκώσω την μιά στ’ αμπάρι της «Παναγίας» του Ώπα, και κει με πήρ’ ο ύπνος.
Καταπελάγου είμασταν, με ξύπνησε η “προσευκή” του. Σκεδόν εφώναζε. Από παρακάλιο, είχε γενεί καβγάς κι αντάρα. Φαίνετ’ ο Γιαραμπής δεν του ‘κανε τα χατήρια, κι ο Ώπας, μετά το γλυκανάλατο και το παρακαλετό, επέρασε στις απειλές και στις αγριάδες.
«Το λεπό, για έλα και κανόνισε για να μ επακούσεις, για-δε-μή, ανεβαίνω στ’ αι Λιά και γησμαδιά στα κάμω».
Πήγα να σηκωθώ, εντούρωσα πα στο καμάρι του ταμπούκιου. Μου ήρθ’ ο ουρανός σφοντύλι ! Ζαλίστηκα ξανακάθισα, είδα τον Ώπα ‘πο πάνω μου…
-Ρε κιαρατά τι σκατά δουλειά ‘χεις εδώ μέσα να ;
Δεν έβγανα κιχ, τον εφοβόμαν καθ’ ο και είχε στο βιογραφικό του κάτι σουγιαδιές∙ έτρεμα σκεδόν.
Εκ των υστέρων εκατάλαβα πως πιο πολύ αγρίεψε που τον είχα λαθρακούσει, παρά που ήμανε λαθρομουσαφίρης και φούμαρος στη βάρκα του.
-Ρε Χασισοτόμαρο τι έκανες εδώνα; Και πήρε να πιάσει το γάντζο απ’ την εκράτα της «Παναγιάς», και γω γρήγορις και ξέπνοα τ’ αποκρίθηκα:
–Ναι ρε. ‘Πο τη μια παρακαλάς το Γιαραμπή να σε βοθήσει, κι απ’ την άλληνα …το γάντζο. Τ’ άκουσε, πισοκώλωσε.
……
Τέλος είπαμένε κι άλλα, με φίλεψε και ζαχαρίτσα, ηρεμήσαμαν. Κουβέντα στη κουβέντα ήρθε κι έφτασε να μου ζητήσει να φουμάρει, να του φύγει ο νταλκάς.
Ο νταλκάς λεγόνταν Κατινιώ του Τσιγκενέ.
Είπαμε, μιλήσαμε, τέλος εκαταλάβαμε, πως μια μοίρ’ ανώτερη, μας ήφερεν αντάμα, εγώ να τον προξενέψω στο Κατινιώ, κι εκείνος… εσιγουρεύτηκε πως ο Γιαραμπής ακούει !
Σήμερα δεν βαστώ πολλά ‘πο ‘κείνα που τότενες μ’ εντυπωσίασαν.
Σήμερα στοχάζομαι… κακό πράμα να προσευκόμαστε στα ‘κονίσματα μονάχα∙ και Θε μου σχώραμε ! Μπορούμε να κάνουμε και κουβέντες μ’ ανθρώπους. Για βάλε…